Ο ρόλος της επιλεκτικής λήθης στη δημιουργικότητα και την ανανέωση της μνήμης
Βιώνουμε την καθημερινή απώλεια κάποιων αναμνήσεων ή γνώσεών μας ως τραγωδία, στην πραγματικότητα όμως η δράση της λήθης αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καλής μνημονικής λειτουργίας. Στο διήγημά του «Φούνες, ο μνήμων» ο Αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες περιγράφει την τραγωδία ενός ατόμου που πάσχει από «υπερμνησία», δηλαδή δεν ξεχνά ποτέ τίποτα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο μεγάλος Αργεντινός συγγραφέας αναδεικνύει λογοτεχνικά την αποφασιστική σημασία της επιλησμοσύνης για μια υγιή και ισορροπημένη ανθρώπινη ζωή.
Αντίθετα με ό,τι συνήθως πιστεύουμε, η μνήμη μας δεν είναι (ευτυχώς!) μια τεράστια αποθήκη με αμέτρητα και εύτακτα ταξινομημένα «συρταράκια», στα οποία καταχωρίζουμε αυτομάτως και ανασύρουμε κατά βούληση όλα όσα γνωρίζουμε ή βιώνουμε καθημερινά. Πρόκειται, όπως θα δούμε, για ένα πολύπλοκο και εκτενές δίκτυο νευρωνικών κυκλωμάτων, τα οποία ενώ εξειδικεύονται στην επεξεργασία ορισμένου τύπου μνημονικών πληροφοριών (π.χ. οπτικών, ακουστικών, γλωσσικών), μπορούν να αλληλοεπιδρούν και να επηρεάζουν σημαντικά το ένα το άλλο: έτσι κάθε πληροφορία που απομνημονεύεται, αφού υποστεί κάποια επεξεργασία, εντάσσεται επιλεκτικά σε ένα προϋπάρχον και ευρύτερο μνημονικό πλαίσιο.
Μόνο χάρη στη δημιουργική παρέμβαση της λησμοσύνης οι μνημονικές διεργασίες μας μπορούν, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, να συγκρατούν ό,τι είναι πραγματικά αξιομνημόνευτο από έναν χείμαρρο ασήμαντων πληροφοριών και να αφομοιώνουν επιλεκτικά νέες πληροφορίες και γνώσεις. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες οι σχετικές έρευνες τόσο της γνωστικής ψυχολογίας όσο και των νευροεπιστημών βασίζονταν στην ανεπιβεβαίωτη, αλλά ιδιαίτερα καθησυχαστική γνωστικά αρχή της σταθερότητας ή της μη μεταβλητότητας των μνημονικών αποτυπωμάτων και άρα των οριστικά παγιωμένων αναμνήσεών μας. Ωστόσο από τις πιο πρόσφατες πειραματικές και κλινικές μελέτες προέκυψε ότι η ικανότητα να σβήνονται επιλεκτικά από τη μνήμη μας οι περιττές πληροφορίες ή κάποιες επουσιώδεις λεπτομέρειες αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για τη φυσιολογική λειτουργία της πολύπλοκης, αλλά λειτουργικά πεπερασμένης μνημονικής μηχανής μας.
Πάντως ήδη από τον προηγούμενο αιώνα άρχισε να αμφισβητείται η εγκυρότητα του δόγματος της δήθεν μη μεταβλητότητας και άρα της γνωστικής φερεγγυότητας των αναμνήσεών μας. Μια ριζική αλλαγή παραδείγματος που πυροδοτήθηκε από τις πρωτοποριακές έρευνες της διάσημης ψυχολόγου Ελίζαμπεθ Λόφτους (Elisabeth Loftus), η οποία μελετώντας επί σειρά ετών τα φαινόμενα της λεγόμενης «αυτοβιογραφικής μνήμης» κατέληξε στο ανησυχητικό συμπέρασμα ότι η σταθερότητα της μακρόχρονης μνήμης είναι ένας μύθος. Αντί της αυτονόητης μέχρι τότε αμεταβλητότητας των πολύ προσωπικών μας αναμνήσεων, η Λόφτους διαπίστωσε μια πολύ περίεργη και άκρως δημιουργική «αλχημεία» της ανθρώπινης μνήμης: την αδιανόητη μέχρι τότε ικανότητα της μνήμης μας να αναδιευθετεί τα «ιστορικά πλαίσια» και να αναμιγνύει τα «δεδομένα» των περισσότερων αναμνήσεών μας!
Αναλύοντας εργαστηριακά την επιλογή μνήμη ή λήθη
Πάντως μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα οι ειδικοί ψυχολόγοι και νευροβιολόγοι ήταν πεπεισμένοι -και προσπαθούσαν να αποδείξουν- ότι οι μακροχρόνιες και εξ ορισμού πιο ανθεκτικές αναμνήσεις μας παραμένουν ανεξίτηλες με το πέρασμα του χρόνου, απρόσβλητες στις αποδιοργανωτικές «επιθέσεις» της λήθης. Εντούτοις τις τρεις τελευταίες δεκαετίες συσσωρεύτηκαν πολλά πειραματικά και κλινικά ιατρικά δεδομένα για το ακριβώς αντίθετο, ώστε όλοι οι ειδήμονες αναγκάστηκαν να αποδεχτούν την οδυνηρή αλήθεια της διαρκούς και αναπότρεπτης μεταβολής των μνημονικών βεβαιοτήτων μας.
Πράγματι η κλασική ιδέα ότι οι αναμνήσεις μας θα έπρεπε να είναι κάτι ανάλογο με την πιστή φωτογραφική αποτύπωση του αρχικού συμβάντος που καταγράφεται στη μνήμη θεωρείται πλέον εσφαλμένη. Σήμερα, αντίθετα, ό,τι θυμόμαστε με απόλυτη βεβαιότητα πρέπει να θεωρείται μόνο ως η πιο πρόσφατη εκδοχή της επεξεργασίας της αρχικής ανάμνησης, η οποία κάθε φορά που την ανακαλούμε στη μνήμη μας αλλάζει κατά τι. Γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις πρωτοποριακές νευρολογικές έρευνες των Ερίκ Κάντελ (Eric Kandel), Καρίμ Ναντίρ (Karim Nader), Τζόζεφ Λεντού (Joseph LeDoux) και Σούζαν Σάρα (Susanne Sara) κ.ά., οι οποίες έδειξαν ότι υπάρχει μια αδιάλειπτη διεργασία μνημονικής «ανα-παγίωσης» ή δημιουργικής ανανέωσης, που επιφέρουν σημαντικές αναδομήσεις στις αναμνήσεις των αρχικών εμπειριών μας.
Πάντως οι πιο πρόσφατες νευροεπιστημονικές έρευνες επιβεβαιώνουν τόσο την εγγενή πλαστικότητα κάθε μνημονικής διαδικασίας όσο και το δυναμικό-δημιουργικό χαρακτήρα των δήθεν «παγιωμένων εφ’ όρου ζωής» αναμνήσεών μας. Κατάφεραν μάλιστα να δείξουν πειραματικά ότι κάθε πράξη μνημονικής ανάκλησης οδηγεί σε επιμέρους δομικές και άρα πληροφορικές αλλαγές στα αντίστοιχα νευρωνικά μικροκυκλώματα όπου αποτυπώνεται οι μακροχρόνιες μνήμες μας!
Σήμερα λοιπόν θωρείται επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι το πέρασμα από τη πρόσκαιρη-βραχύχρονη μνήμη στη μονιμότερη-μακρόχρονη μνήμη προϋποθέτει συγκεκριμένες εγκεφαλικές διεργασίες, τις οποίες οι σύγχρονες νευροεπιστήμες τις έχουν μελετήσει και τις γνωρίζουν λεπτομερώς και τις περιγράφουν συνολικά ως «μακρόχρονη διευκόλυνση» ή ακριβέστερα ως «μακρόχρονη ενδυνάμωση»(LTP: Long-terme potentiation).
Σε αυτές τις διεργασίες ανάδυσης και παγίωσης των νέων μνημονικών εγγραμμάτων, όπως επιβεβαιώνεται από τις σχετικές έρευνες, αποφασιστικό ρόλο παίζουν ορισμένες δομές του μεταιχμιακού συστήματος που βρίσκεται στο βάθος του κροταφικού λοβού (βλ. σχετικές φωτογραφίες): εγκεφαλικές δομές όπως ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή και ο διεγκέφαλος (δύο πυρήνες του θαλάμου και τα μαστία) που διαμορφώνουν αφενός κάθε νέα μνημονική εγγραφή και αφετέρου τη μεταγραφή των βραχύχρονων σε πιο μακροχρόνιες μνήμες.
Τώρα σε ό,τι αφορά ειδικότερα την «ανάκληση» των ήδη αποθηκευμένων μνημονικών ιχνών, δηλαδή την εσκεμμένη-συνειδητή ή την αυτόματη-υποσυνείδητη επανενεργοποίηση των νευρωνικών κυκλωμάτων που αντιστοιχούν στις «παγιωμένες» αναμνήσεις μας, η φαινομενικά κοινότοπη διεργασία ανάκλησης συνεπάγεται όχι μόνο την αφύπνιση προγενέστερων μνημονικών εγγραμμάτων, αλλά και την αναγέννηση ή το «φρεσκάρισμα» των ήδη καταγεγραμμένων αναμνήσεων.
Επομένως ήταν ένα σοβαρό επιστημονικό λάθος -με ολέθριες δυστυχώς ιατρικές συνέπειες!- το ότι μέχρι πολύ πρόσφατα πιστεύαμε πως ο ιππόκαμπος και οι άλλες συναφείς δομές του μεταιχμιακού συστήματος μπορούσαν να λειτουργούν απλώς ως «αρχεία» για την αποθήκευση μόνιμων και ανελαστικών αναμνήσεων. Αντίθετα, όπως αποδείχτηκε -τόσο πειραματικά όσο και κλινικά- αποτελούν τους αναγκαίους «παραγωγούς» και τους ανυπέρβλητους εγκεφαλικούς «διαμεσολαβητές» για τον σχηματισμό κάθε προσωρινής και μακρόχρονης μνήμης. Εξάλλου θεωρείται πια επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι τόσο για την επιλεκτική αναβάθμιση όσο και την «παγίωση» των προσωρινών μνημονικών εγγραφών σε μονιμότερα μνημονικά αποτυπώματα απαιτείται η ενεργοποίηση και η συμμετοχή των ανώτερων φλοιικών δομών του εγκεφάλου (κυρίως του προμετωπιαίου φλοιού).
Πώς όμως ο
εγκέφαλός μας αποφασίζει ποιες από τις μυριάδες πληροφορίες που
καταγράφονται πρόσκαιρα στη μνήμη του αξίζει να διασωθούν από τη λήθη
και να αποθηκευτούν πιο μόνιμα στις «προσωπικές» αναμνήσεις μας; Και
τελικά πώς επιλέγει ποιες πληροφορίες δεν αξίζει να διατηρηθούν
μνημονικά ή πρέπει να θυσιαστούν; Σε αυτά τα φαινομενικά «αθώα»
ερωτήματα δεν υπάρχουν για την ώρα ούτε απλές ούτε προφανείς απαντήσεις.
Ο επιλήσμων εγκέφαλος «ό,τι θυμάται χαίρεται»
Οι εγκεφαλικές δομές του μεταιχμιακού συστήματος στο βάθος του κροταφικού λοβού, όπως ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή, οι δύο πυρήνες του θαλάμου και τα μαστία (βλ. φωτ. σελ. 30), που συμμετέχουν ενεργά τόσο στην αρχική παραγωγή των μνημονικών εγγραμμάτων όσο και στην επιλεκτική αναβάθμιση ορισμένων βραχύχρονων σε πιο μακρόχρονα μνημονικά εγγράμματα. Στις φωτογραφίες πάνω και κάτω ο ιππόκαμπος (σε κίτρινο), μια αποφασιστική δομή στη δημιουργία της μνήμης και της μάθησης
Το πώς ακριβώς οι εμπειρίες του παρελθόντος και του παρόντος καταγράφονται και παγιώνονται ως μνήμες ώστε να μπορούν να ανακληθούν στο μέλλον είναι ένα από τα βασικά ζητήματα της νευροεπιστημονικής διερεύνησης της μνήμης. Πάντως θεωρείται πλέον σαφές ότι το πέρασμα από τις πρόσκαιρες καταγραφές της ενεργού μνήμης στα μονιμότερα μνημονικά «αρχεία» της μακρόχρονης μνήμης εμπλέκει πάντα κάποιους σύνθετους και εν πολλοίς γνωστούς νευροχημικούς μηχανισμούς καθώς και έναν απίστευτα μεγάλο αριθμό εγκεφαλικών κυττάρων (νευρώνων και αστροκυττάρων).
Οι σύγχρονοι νευροεπιστήμονες καταφέραν μάλιστα να αποκρυπτογραφήσουν τον ακριβή νευροχημικό μηχανισμό που ενεργοποιείται κατά την καταγραφή μιας νέας πληροφορίας μέσα στο αχανές νευρωνικό δίκτυο του εγκεφάλου μας: τόσο η πρόσκαιρη όσο και η πιο μακρόχρονη ενεργός μνήμη αποτυπώνονται στα πρότυπα νευρωνικής διασύνδεσης, δηλαδή στις αμφίδρομες «συνάψεις» μεταξύ των νευρώνων που συγκροτούν τα αντίστοιχα εγκεφαλικά κυκλώματα. Και τα μεμονωμένα μνημονικά εγγράμματα εντοπίζονται ως τοπολογικά οριοθετημένα -αλλά ευμετάβλητα- πρότυπα νευρωνικής ενεργοποίησης αυτών των κυκλωμάτων.
Οπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ένας κορυφαίος ερευνητής της εγκεφαλικής μνήμης, ο Joseph LeDoux, στο βιβλίο του «Η βαθιά ιστορία μας»: «Σήμερα πιστεύεται ότι μεγάλο μέρος της διατήρησης της πληροφορίας σε ενεργό κατάσταση πραγματοποιείται από περιοχές εκτός του προμετωπιαίου φλοιού, οι οποίες πάντως υφίστανται κατωφερή έλεγχο από τα εκτελεστικά κυκλώματα του προμετωπιαίου φλοιού (πιθανώς και άλλων περιοχών, όπως του βρεγματικού λοβού)». Και όπως εξηγεί αναλυτικά σε αυτό το σπουδαίο βιβλίο, αυτή η αμφίδρομη επικοινωνία με τις παλαιότερες εγκεφαλικές δομές της μνήμης και της μάθησης επιτρέπει στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου να έχει «ενεργό ρόλο στην απαρτίωση της πληροφορίας, στην προσωρινή αποθήκευση (αισθητικών και γλωσσικών) αναπαραστάσεων και στον έλεγχο της σκέψης και της δράσης» των ανθρώπων.
Οπως υπολογίστηκε πρόσφατα, περίπου το 90% από τις αμέτρητες πληροφορίες που δέχεται και επεξεργάζεται καθημερινά ο εγκέφαλός μας λησμονούνται σχεδόν αμέσως. Ενα αινιγματικό φαινόμενο που συνήθως περιγράφεται ως «επιλεκτική μνήμη» -αν και θα ήταν ακριβέστερο να μιλάμε για «επιλεκτική επιλησμοσύνη»- είναι μια θεμελιώδης εγκεφαλική λειτουργία που μας αποκαλύπτει πολλά τόσο για τους μηχανισμούς της μνήμης όσο και για τις παθήσεις τους (αμνησίες).
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό «Current Opinion in Neurobiology» μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη των Καναδών νευροεπιστημόνων Mitchell de Snoo και Paul Frankland, στην οποία εξετάζουν συστηματικά ό,τι γνωρίζουμε μέχρι στιγμής για τους νευροβιολογικούς μηχανισμούς των φαινομένων της «επιλεκτικής μνήμης». Την ικανότητα δηλαδή του εγκεφάλου μας να διατηρεί επιλεκτικά στη μνήμη του μόνο ορισμένες πληροφορίες, ενώ δεν αποθηκεύει και τείνει να ξεχνά πολύ γρήγορα τις περιττές ή τις πιο ασαφείς πληροφορίες.
Αυτή η επιλεκτική μνήμη, σύμφωνα με τους Καναδούς ερευνητές, μας αποκαλύπτει πολλά για τη στρατηγική και τους πραγματικούς νευρωνικούς μηχανισμούς της μνήμης, που απ’ ό,τι φαίνεται εξελίχθηκε ώστε να απομνημονεύει και να επενδύει στις πιο σημαντικές πληροφορίες, επειδή μόνο αυτές συμβάλλουν στην αύξηση των γνώσεών μας για το περιβάλλον και άρα στην επιβίωσή μας.
Ωστόσο η επιλεκτική επιλησμοσύνη δεν συνεπάγεται αυτομάτως τη γνωστική απαξίωση των διαγραμμένων από τη μνήμη πληροφοριών, αλλά μάλλον ότι ασκείται ένα είδος φυσικής επιλογής σε όσες πληροφορίες καταγράφονται με βάση την νευρολογική τους αξία. Μια διαδικασία μνημονικής επιβίωσης που επηρεάζεται τόσο από εσωτερικούς νευροβιολογικούς όσο και από εξωγενείς κοινωνικούς-πολιτισμικούς παράγοντες και η οποία μας αποκαλύπτει πολλά για τα νευροπολιτισμικά αίτια των δυσλειτουργιών και των παθήσεων της ανθρώπινης μνήμης. Ομως για αυτά θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το blog TEO O ΜΑΣΤΟΡΑΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διάφορα ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δική σας ενημέρωση.