Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Η αινιγματική μηχανή του ανθρώπινου λόγου


Μέχρι 6 δεκαετίες πριν, η κυρίαρχη επιλογή των γλωσσολόγων ήταν να υποβαθμίζουν τη σημασία τόσο των νευροβιολογικών όσο και των κοινωνικών-περιβαλλοντικών προϋποθέσεων της γλώσσας. Η πολύχρονη διαμάχη μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν τον «έμφυτο» και αυτών που υποστηρίζουν τον «επίκτητο» χαρακτήρα της ανθρώπινης γλώσσας εξακολουθεί και παραμένει ανοιχτή έως τις μέρες μας, και είναι εξίσου παραπλανητική με το παρελθόν. Σήμερα, οι εντυπωσιακές γνωσιακές και τεχνολογικές εξελίξεις μας επιβάλλουν να θέσουμε εκ νέου το αποφασιστικό ερώτημα της βιολογικής καταγωγής και των εγγενών ορίων του ανθρώπινου λόγου.

Ο έναρθρος λόγος είναι μια αποκλειστικά ανθρώπινη ικανότητα, ένα κοινό και άρα γενετικά κληρονομούμενο «αγαθό» το οποίο μοιράζονται όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι, ανεξάρτητα από το ποια γλώσσα μιλάνε. Αν, όπως όλα δείχνουν, η ικανότητά μας για έναρθρο λόγο είναι ένα τυπικό και ιδιαίτερο ανθρώπινο γνώρισμα που μας διαφοροποιεί από όλα τα υπόλοιπα ζωικά είδη, τότε από ποιες εγκεφαλικές και κοινωνικές δομές αναδύονται οι γλωσσικές μας ικανότητες και γιατί επελέγησαν κατά την εξέλιξη του είδους μας;

Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο των επιστημών του εγκεφάλου και του νου, δεν διαθέτουμε ακόμη τις οριστικές απαντήσεις σε αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δικαιολογούνται ή δικαιώνονται οι διάφορες μυστικιστικές ή θεολογικές «εξηγήσεις», που επικαλούνται υπερφυσικά αίτια ή κάποιο θαύμα για την προέλευση του ανθρώπινου λόγου. Αντίθετα, όπως θα δούμε, διαθέτουμε ήδη επαρκείς –αν και όχι πλήρεις– επιστημονικές εξηγήσεις για τις ιδιαίτερα αναπτυγμένες γλωσσικές μας ικανότητες. Γνωρίζουμε, μάλιστα, ποιες βασικές βιολογικές αλλαγές –ανατομικές, εγκεφαλικές, συμπεριφορικές– επέτρεψαν να αναδυθεί ο ανθρώπινος λόγος.

Θα μπορούσαμε, πολύ σχηματικά, να διακρίνουμε δύο τουλάχιστον διαφορετικές ερευνητικές προσεγγίσεις για την κατανόηση των ιδιαίτερων γλωσσικών ικανοτήτων του είδους μας: μία «δομιστική-κατασκευασιοκρατική» και μία «γενετική-παραγωγική». Σύμφωνα με τους οπαδούς της πρώτης προσέγγισης, η γλωσσική μας ικανότητα είναι ουσιαστικά επίκτητη, και, μολονότι έχει κάποιες βιολογικές-ανατομικές προϋποθέσεις, διαμορφώνεται σταδιακά από το γλωσσικό περιβάλλον. Οι αντίπαλοι αυτής της προσέγγισης, αντίθετα, είναι πεπεισμένοι ότι ο ανθρώπινος λόγος σε όλες του τις εκδηλώσεις (γλώσσες) πρέπει να διαθέτει ορισμένα σαφή και καθολικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους.

Επομένως, ως πανανθρώπινη η γλωσσική μας ικανότητα δεν θα μπορούσε να προκύπτει μόνο επιγενετικά: μέσω δηλαδή της μαθησιακής αφομοίωσης γλωσσικών πληροφοριών από το εξωτερικό περιβάλλον κάθε ατόμου. Διότι, όπως υποστηρίζει π.χ. η περίφημη θεωρία της κοινής σε όλες τις γλώσσες «γενετικής γραμματικής» του Νόαμ Τσόμσκι, θα πρέπει υπάρχουν κάποιες έμφυτες, δηλαδή εγγενείς γλωσσικές ικανότητες, οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, μόνο βιολογικά προκαθορισμένες θα μπορούσαν να είναι.

Εμφυτος ή επίκτητος ο ανθρώπινος λόγος;

Το ότι ο ανθρώπινος λόγος ως μέσο επικοινωνίας διαφέρει ριζικά από τους μη λεκτικούς τρόπους με τους οποίους επικοινωνούν τα άλλα ζωικά είδη –ακόμα και τα πρωτεύοντα– είναι ολοφάνερο. Και εξίσου εμφανές είναι ότι κάθε φυσιολογικός ανθρώπινος εγκέφαλος, από την πρώτη στιγμή που έρχεται στον κόσμο, δεν είναι μία «tabula rasa», δηλαδή ένας άγραφος μαυροπίνακας, αφού διαθέτει τις αναγκαίες εγκεφαλικές δομές και λειτουργίες που του επιτρέπουν να αναγνωρίζει και να μιλά μια συγκεκριμένη γλώσσα ή, αν χρειαστεί, οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη γλώσσα.

Από πού προέρχεται και πώς εκδηλώνεται αυτή η μοναδική ικανότητα του ανθρώπινου είδους να αναγνωρίζει και να «απελευθερώνει» τον λόγο; Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα έχει προτείνει ο κορυφαίος Αμερικανός γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky).

Μολονότι είναι διάσημος περισσότερο για τις αντισυμβατικές και αντιεξουσιαστικές πολιτικές του απόψεις, ο Τσόμσκι αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας από τους μεγαλύτερους ανανεωτές της σύγχρονης Γλωσσολογίας. Και δικαίως, αφού οι πραγματικά επαναστατικές ανακαλύψεις του έριξαν νέο φως στα ερωτήματα σχετικά με τη δομή και την προέλευση του ανθρώπινου λόγου. Εξάλλου, αυτές οι ανακαλύψεις σηματοδοτούν τη στροφή της Γλωσσολογίας από τις ανθρωπιστικές στις φυσικές επιστήμες.

Πράγματι, σύμφωνα με τη θεωρία της καθολικής «γενετικής γραμματικής», που πρωτοδιατύπωσε ο Τσόμσκι, το 1957, στο σπουδαίο βιβλίο του «Συντακτικές δομές» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη), και την ανέπτυξε περισσότερο σε μεταγενέστερα βιβλία του, όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν μια έμφυτη και μοναδική γλωσσική ικανότητα. Ετσι, πίσω από την τεράστια ποικιλομορφία και τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των ανθρώπινων γλωσσών –υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν περίπου 7.164 ζωντανές γλώσσες!– αυτός και οι μαθητές του ανακάλυψαν κάποιες κοινές θεμελιώδεις γραμματικές και συντακτικές δομές.

Η μοναδικότητα του ανθρώπινου λόγου, σύμφωνα με τον Τσόμσκι, δεν συνίσταται μόνο στον τεράστιο αριθμό των φωνημάτων, των φθόγγων ή των γραμμάτων για την παραγωγή νέων λέξεων, αλλά και στις σχεδόν απεριόριστες συντακτικές δυνατότητες συνδυασμού των ίδιων λέξεων για τη δημιουργία νέων προτάσεων και νέων νοημάτων. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε γλώσσα δεν υπάρχει εξαρχής ένα προδιαμορφωμένο γλωσσικό «αρχείο» από το οποίο αντλούμε τις γλωσσικές απαντήσεις μας στα νέα γλωσσικά ερεθίσματα, αλλά, αντίθετα, ότι μπορούμε να δημιουργούμε έναν δυνητικά απεριόριστο αριθμό απαντήσεων από έναν πεπερασμένο αριθμό λέξεων και συντακτικών κανόνων!

Και για να το πετυχαίνουν αυτό οι άνθρωποι, σε αντίθεση με τα άλλα είδη ζώων, θα πρέπει να διαθέτουν μια έμφυτη «γραμματική δομή» που τους επιτρέπει αφενός να επεξεργάζονται εκ νέου την πολύ πλούσια –συντακτικά και σημασιολογικά– γλώσσα που μιλάνε και αφετέρου μια δυνητικά απεριόριστη δυνατότητα λεκτικής έκφρασης. Αυτές οι δύο καλά τεκμηριωμένες γλωσσικές ικανότητες οδήγησαν τον Τσόμσκι και άλλους γλωσσολόγους στην εύλογη επιστημονικά υπόθεση ότι, αφού τα περισσότερα ανθρώπινα νήπια –από πολύ νωρίς και σε σύντομο χρονικό διάστημα– μπορούν να μιλούν στοιχειωδώς καλά τη γλώσσα των ενηλίκων, τότε αυτή η γλωσσική ικανότητά τους θα πρέπει να είναι «καθολική» και ισότιμα μοιρασμένη σε όλη την ανθρωπότητα.

Πράγματι, όπως αποκάλυψαν οι σχετικές έρευνες, όλες οι ανθρώπινες γλώσσες διαθέτουν έναν κοινό πυρήνα γλωσσικών κανόνων που επιτρέπουν την ανάδυση των επιμέρους και ιδιαίτερα διαφοροποιημένων ανθρώπινων γλωσσών! Σύμφωνα λοιπόν με τη «θεωρία της γενετικής γραμματικής», όλοι οι άνθρωποι πρέπει να διαθέτουν μια κοινή «γλωσσική φύση», που εκδηλώνεται με την παρουσία μιας καθολικής γλωσσικής ικανότητας, η οποία, με τη σειρά της, εξηγείται από την κοινή εξελικτική καταγωγή όλων των σύγχρονων ανθρώπων. Αραγε, υπήρξε και μια πρωταρχική και κοινή ανθρώπινη γλώσσα από την οποία προέκυψαν όλες οι άλλες; Αυτό ουδείς το γνωρίζει.


Οι έρευνες επιβεβαιώνουν τη θεωρία του Τσόμσκι


Το ότι η ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα είναι ένα μοναδικό βιολογικό-κοινωνικό φαινόμενο είναι κάτι που το αποδέχονται όλες οι σχετικές θεωρίες. Ομως, το πώς ακριβώς προκύπτει και από πού προήλθε ο ανθρώπινος λόγος, παραμένει ένα δυσεπίλυτο μυστήριο, όπως υποστηρίζουν κορυφαίοι γλωσσολόγοι, όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Αντρέα Μόρο

Πάντως, απορρίπτοντας τις εναλλακτικές γλωσσολογικές θεωρίες, ο Τσόμσκι υποστηρίζει –εδώ και 68 χρόνια!– ότι η τυπικά ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα δεν είναι μόνο έμφυτη αλλά και ένα διακριτικό χαρακτηριστικό του είδους μας, το όποιο πιθανότατα είναι εγγεγραμμένο στο DNA μας, δηλαδή στα γονίδιά μας. Ωστόσο, αυτή η «σκληρή» βιολογική προσέγγιση του ανθρώπινου λόγου καθιστούσε την καθολική παρουσία της «γενετικής γραμματικής» ακόμα πιο αινιγματική: διότι όταν διατυπώθηκε αυτή η θεωρία δεν γνωρίζαμε τι ήταν αυτό που επέτρεψε στους πρωτανθρώπους να αρχίσουν να επικοινωνούν γλωσσικά, και γιατί μόνο οι πρόγονοί μας απέκτησαν αυτήν τη μοναδική ικανότητα και όχι και οι πιο στενοί εξελικτικά συγγενείς τους;

Εντωμεταξύ, χάρη στην πρόοδο των σχετικών ερευνών στην εξελικτική Βιοανθρωπολογία, στη μοριακή Γενετική και, πιο πρόσφατα, στη Νευρογλωσσολογία, άρχισαν να συσσωρεύονται νέες ενδείξεις για τις βιολογικές προϋποθέσεις και τους μηχανισμούς λειτουργίας της ανθρώπινης γλωσσικής ικανότητας. Για παράδειγμα, μόλις πριν από έναν μήνα, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Communications η ανακάλυψη μιας παραλλαγής ενός γονιδίου του «NOVA1» που κωδικεύει για μια ρυθμιστική πρωτεΐνη, η οποία δρα στο mRNA που παράγεται από τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, αλλά και από τα αντίστοιχα κύτταρα άλλων θηλαστικών.

Το ενδιαφέρον με αυτή την παραλλαγή του γονιδίου NOVA1 είναι ότι υπάρχει μόνο στους σύγχρονους ανθρώπους Homo sapiens, ενώ δεν εμφανίζεται σε προηγούμενα είδη ανθρώπων (στους Νεάντερταλ και τους Ντενίσοβα). Και, σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα, η εμφάνιση αυτής της γονιδιακής παραλλαγής ίσως να έπαιξε και να παίζει κάποιο ρόλο στις ιδιαίτερες γλωσσικές μας ικανότητες. Για να ελέγξουν αυτή την υπόθεση, οι ερευνητές εισήγαγαν τη συγκεκριμένη παραλλαγή στο γονιδίωμα εργαστηριακών ποντικών, και έτσι διαπίστωσαν τις μεγάλες αλλαγές στη φωνητική συμπεριφορά αυτών των πειραματόζωων: τα μικρά ποντικάκια χρησιμοποιούσαν πιο σύνθετα φωνητικά καλέσματα, ενώ και τα ενήλικα αρσενικά ποντίκια εκδήλωναν μια πιο περίπλοκη ηχητικά συμπεριφορά.

Εντούτοις, θα ήταν σοβαρό λάθος να πιστέψει κανείς ότι μια μετάλλαξη ή κάποιες παραλλαγές σε ένα γονίδιο αρκούν για να εξηγηθεί η πολύπλοκη γλωσσική μας ικανότητα. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που εντοπίσθηκε ένα γονίδιο που εμπλέκεται στην παραγωγή του ανθρώπινου λόγου. Το 2001, ταυτοποιήθηκε ένα άλλο γονίδιο, το «FOXP2», που κωδικεύει για μια εντελώς διαφορετική πρωτεΐνη, η λειτουργία της οποίας συνδέθηκε επίσης με κάποιες λεκτικές μας ικανότητες (καθώς και των προγόνων μας), αλλά δεν τις εξηγεί!

Πολύ πιο διαφωτιστικές είναι οι έρευνες της Νευρογλωσσολογίας, δηλαδή το πεδίο έρευνας των γλωσσικών εγκεφαλικών δομών και των λειτουργιών τους, οι οποίες έχουν ήδη αποκαλύψει ορισμένες από τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις του ανθρώπινου λόγου. Χάρη σε αυτές τις έρευνες γνωρίζαμε από καιρό ότι τα κέντρα επεξεργασίας και εκφοράς της γλώσσας βρίσκονται συνήθως εντοπισμένα στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου μας και επίσης ότι είναι ενεργά ήδη από τη βρεφική ηλικία.

Γεγονός που επιβεβαιώνει τη θεωρία του Τσόμσκι ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με κάποιες έμφυτες γλωσσικές ικανότητες, οι οποίες, όταν ενεργοποιούνται, τους επιτρέπουν να μαθαίνουν συστηματικά και αποτελεσματικά τη μητρική τους γλώσσα. Συνεπώς, οι συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στη μετέπειτα, πολύ πιο περίπλοκη γλώσσα των ενηλίκων οφείλουν να είναι ήδη διαφοροποιημένες δομικά και λειτουργικά κατά τη γέννηση ενός ατόμου, ώστε να του επιτρέπουν να επιτελεί τις τυπικά ανθρώπινες γλωσσικές λειτουργίες.

⚫ N. Chomsky, A. Moro Τα μυστικά των λέξεων

Μετ. Θ. Χαλκιάς, Επιμ. Δ. Κασελίμης | Σελ. 132 |εκδ. Gutenberg

Κυκλοφόρησε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Τα μυστικά των λέξεων», το οποίο υπογράφουν δύο κορυφαίοι ερευνητές των γλωσσικών φαινομένων. Το βιβλίο αποτελείται από δύο ενότητες. Η πρώτη είναι ένας εξαιρετικά διεγερτικός διάλογος ανάμεσα στον Νόαμ Τσόμσκι και τον Ιταλό μαθητή του Αντρέα Μόρο, που θεωρείται διεθνής αυθεντία στο πεδίο της Νευρο­γλωσσολογίας. Η δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Τι απομένει από το μέλλον;», είναι ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό σχόλιο του Α. Μόρο στα θέματα που συζητήθηκαν, αλλά δεν διευκρινίσθηκαν επαρκώς στην πρώτη ενότητα.

Η μεγαλύτερη αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι οι δύο κορυφαίοι γλωσσολόγοι διευκρινίζουν επαρκώς τις απόψεις τους για τις κυριολεκτικά συγκλονιστικές –θεωρητικές και μεθοδολογικές– αλλαγές που συνέβησαν, τις τελευταίες δεκαετίες, στο ερευνητικό πεδίο της Γλωσσολογίας. Πρόκειται για ένα πυκνό σε πρωτότυπες ιδέες βιβλίο, που επειδή μεταφράστηκε άψογα στα ελληνικά προσφέρει μια μοναδική γνωστική εμπειρία.

https://www.efsyn.gr/epistimi/mihanes-toy-noy/466142_i-ainigmatiki-mihani-toy-anthropinoy-logoy

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το blog TEO O ΜΑΣΤΟΡΑΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διάφορα ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δική σας ενημέρωση.