Mπορεί να θεωρηθεί πλεονασμός μια τοποθέτηση επί ζητημάτων τα οποία από πολλούς εκλαμβάνονται ως αυτονόητα; Πόσες φορές έχει συμβεί για καταστάσεις, τις οποίες με την πρώτη ματιά αντιλαμβανόμαστε ως απλές, να αναγκασθούμε, εκ των υστέρων, να αναγνωρίσουμε την πολυσυνθετότητά τους; Δεν είναι η εξυπακουόμενη «αλήθεια» που ανατρέπεται, στην καθημερινή κοινωνική πρακτική, κάνοντας το αυτονόητο να αποκτά τις διαστάσεις ψεύτικου;
Η ροή των γεγονότων, η μεταβολή των καταστάσεων, έρχεται, με αμείλικτο τρόπο, να προτάξει συγκεκριμένα ζητήματα. Τότε καλούμεθα να βρούμε κάποια λύση. Το απλό αρχίζει να δείχνει την πολυπλοκότητά του και το αυτονόητο αμφισβητείται έντονα και πολύπλευρα. Είναι το σημείο, η στιγμή, που αρχίζει η διερεύνηση.
Σε μια τέτοια περίπτωση, αποκτά μεγάλη σημασία ο τρόπος με τον οποίο εξετάζεται και αντιμετωπίζεται η κατάσταση που προέκυψε. Αυτός που θα δει επιφανειακά το ζήτημα, εξετάζοντας την εξωτερίκευσή του, θα δώσει προτεραιότητα σ’ αυτό το δεδομένο και έχοντάς το ως βάση θα επιχειρήσει να αποδώσει τις συγκεκριμένες ευθύνες στον εαυτό του ή σε άλλους. Θα δει την ΜΕΡΙΚΟΤΗΤΑ του προβλήματος και σύμφωνα μ’ αυτή, θα προθυμοποιηθεί να απορρίψει ή να αποδεχθεί νέα δεδομένα, με την ίδια ευκολία που κινήθηκε και προηγουμένως.
Μπορούμε, επομένως, στο πλαίσιο αυτής της μερικότητος να δούμε τον εργαζόμενο – ο οποίος αβασάνιστα έχει αποδεχθεί τη λογική πως η ύπαρξή του είναι αδιανόητη χωρίς αυτή του εργοδότη– μπροστά στην αύξηση της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης, που του επιβάλλεται μέσω της μισθωτής εργασίας (και των εξουσιαστικών σχέσεων), να αποδώσει τις ευθύνες στην προσωπικότητα του αφεντικού του, στον δύστροπο χαρακτήρα του και στην απληστία του. Θα φτάσει ίσως να στραφεί ενάντια στον συγκεκριμένο εργοδότη και να τον απορρίψει, δύσκολα, όμως, θα κατορθώσει να απορρίψει την εργοδοσία συνολικά, την μισθωτή εργασία και τις συναρτώμενες εξουσιαστικές σχέσεις. Έτσι, θα οικειοποιηθεί τη λογική της αναγκαιότητας ανάπτυξης της «οικονομίας», θα συμμετάσχει στην εκμετάλλευσή του, αποδεχόμενος ταυτοχρόνως την άσκηση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας εν συνόλω και απλώς θα προσπαθήσει να διαπραγματευθεί τους όρους εφαρμογής της, χωρίς να στρέφεται εναντίον της.
Το ουσιαστικό που προκύπτει μέσα από μια τέτοιου είδους διερεύνηση, θα είναι η αποδοχή της εγκαθιδρυμένης πραγματικότητος που του έχει επιβληθεί. Το πολύ-πολύ να «βρει» καλύτερους τρόπους για να εκπληρώσει τον ρόλο, τον οποίο, άλλοι, του έχουν αναθέσει.
Αντίθετα, εκείνος που θα εξετάσει την κατάσταση διερευνώντάς την συνολικά, ψάχνοντας την βαθύτερη σημασία κάτω από την επιφάνεια, βρίσκοντας όλα τα στοιχεία που σχετίζονται μεταξύ τους, ανοίγει το δρόμο της αμφισβήτησης, της επανατοποθέτησης, της προοπτικής, με κατεύθυνση προς την ουσιαστική προσέγγιση της ανατροπής, όχι μόνον σε ό,τι αφορά τον τομέα των ρόλων και των θέσεων, αλλά και σε σχέση με τα μηχανιστικά πρότυπα δράσης, ξεπερνώντας τα μερικά και δευτερεύοντα σημεία και φτάνοντας στα ΚΥΡΙΑ.
Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την αναρχική ανάλυση. Χρειάζεται, είναι απαραίτητο πολλές φορές, να επιστρέφουμε στα θεμελιακά ζητήματα, να τα ερευνούμε και να τα αποσαφηνίζουμε μέσα από το πρίσμα των νέων συνθηκών, να βρίσκουμε τα λάθη και τις στρεβλές αφομοιωτικές) εκδηλώσεις που έχουν προκύψει από τις μέχρι τώρα πρακτικές και οι οποίες έχουν γίνει ή τείνουν να μετατραπούν σε καθεστώς.
Η επιφανειακή αντιμετώπιση, η άκριτη εφαρμογή συγκεκριμένων πρακτικών, η μηχανιστική τους επανάληψη, οδηγεί στην αποδοχή και εμπέδωση προσδιορισμένου ρόλου, πράγμα που περιέχει ή εκφράζει όλα τα χαρακτηριστικά της αφομοίωσης.
Έχει πρωταρχική σημασία, η αναζήτηση των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών μέσα από τις οποίες αναδείχθηκαν συγκεκριμένες αναρχικές πρακτικές και θέσεις. Από τη στιγμή που κανείς δεν μπορεί να δράσει έξω από τις κοινωνικές συνθήκες, δυνάμεις, εντάσεις και καταστάσεις που αναπτύσσονται, χρειάζεται η εξέταση όλων των παραγόντων, που κάθε φορά βρίσκονται σε εξέλιξη και οι οποίοι έχουν πρωταρχική σημασία, ώστε να μπορέσει να εκφραστεί μια αποτελεσματική πρακτική ενάντια στην εξουσία του κράτους και του κεφαλαίου, ενάντια στους θεσμούς κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Όσο αόριστο και αφαιρετικό είναι στη διατύπωσή του κάτι τέτοιο, τόσο πιο συγκεκριμένο γίνεται κάτω από τα δεδομένα της ανάλυσης. Η πραγματικότητα δεν επιδέχεται την σύγχυση και την αοριστία (που χρησιμοποιείται από την πολιτική). Μολονότι συνυπάρχει και αποτελείται από πολυάριθμα στοιχεία (ιδεαλιστικά, ψυχολογικά, σεξουαλικά, υλιστικά κ.λπ.) δεν είναι απροσδιόριστη. Θα μπορούσαν μάλιστα, όλα αυτά τα στοιχεία να καταγραφούν με τυχαίο τρόπο ή με κάποια ταξινόμηση. Αλλά και πάλι, η χρησιμότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος θα ήταν αμφισβητήσιμη.
Επειδή, σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαμε να επιλέξουμε ο,τιδήποτε σαν αφετηρία μιας ανάλυσης και φυσικά να χαθούμε στο αρχιπέλαγος των ιδιομορφιών, των περιπτώσεων και των υποπεριπτώσεων.
Όμως, η ανάλυση δεν είναι αυτοσκοπός, είναι μέσον. Καμμία περιπτωσιολογική περιγραφή και εμβάθυνση δεν μπορεί από μόνη της να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της σύγκρουσης με την εξουσία. Χρειάζεται η οπτική και η προοπτική να στοχεύει την εξουσία. Από κει και πέρα, η πραγματικότητα, η συγκεκριμένη κίνηση και λειτουργία της κυριαρχίας, ο κοινωνικός ανταγωνισμός, είναι που καθορίζουν τα κύρια σημεία από τα δευτερεύοντα, τις ουσιαστικές παραμέτρους από τις μικρολεπτομέρειες. Με τον καθορισμό των κύριων, των βασικών σημείων, για κάθε συγκεκριμένη περίσταση, δημιουργείται η δυνατότητα να φτιαχτεί ένα σχέδιο δράσης, το οποίο θα ανταποκρίνεται σε ό,τι ισχύει.
Αυτά τα σημεία είναι απαραίτητα προκειμένου να αποφύγουμε την στερεότυπη λογική, την θεσμοποίηση των λαθών ή να οδηγηθούμε στον αγνωστικισμό.
Η επανεξέταση των θεωρουμένων ως «αυτονοήτων» δεν επιβάλλεται από μια υποκειμενίστικη διάθεση, αλλά από την ίδια την ροή των πραγμάτων, που καταδεικνὐει την αναποτελεσματικότητα των κατεστημένων σαν αδιαμφισβήτητων, κάθε φορά που αυτά επιχειρούνται να εφαρμοσθούν από διαφόρους, στη διάρκεια του διαχρονικού αγώνα, που διεξάγεται ενάντια στην εξουσία.
Η «αυτονόητη» λύση των εργατικών συμβουλίων, ως μέσων για την απελευθέρωση της κοινωνίας, δοκιμάζεται σκληρά κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες. Αυτό που χθες εφάνταζε λαμπερό και η προσπάθεια πραγμάτωσής του έξω από κάθε αμφιβολία, σήμερα χρειάζεται να γίνει αντικείμενο σκληρής και επισταμένης αναλύσεως.
Κι όμως, ποιος θα μπορούσε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα να σταθεί αντιμέτωπος στη λογική των εργατικών συμβουλίων και του αναρχοσυνδικαλισμού; Αλλά, ακόμα και στις περιπτώσεις που επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο, πόσο μπόρεσε να αντέξει μπροστά στην πίεση του ποσοτικού, που κατόρθωνε να υποσκελίζει την όποια αντιπαράθεση επί της ουσίας της αναρχικής προοπτικής;
Αυτό το ποσοτικό, είτε μας αρέσει είτε όχι, βρισκόταν σε κάποια αντιστοιχία με ορισμένες πραγματικές ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Ερευνώντας τα πράγματα από αναρχική σκοπιά, δεν μπορούμε παρά να αποδεχθούμε αυτό το γεγονός προκειμένου να κατανοηθούν οι επιπτώσεις του.
Χρειάζεται, επίσης, να σταθούμε με προσοχή απέναντί του χωρίς να αποδεχόμαστε κάποια ιστορική νομοτέλεια, που παράγει καλά και ντε μια διαχρονική αλήθεια και να διερευνήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναδείχθηκαν στρεβλές εκφράσεις της αναρχικής αντίληψης, που οδήγησαν σε μεγάλα λάθη και σε σημαντικές υποχωρήσεις απελευθερωτικών διαθέσεων και καταστάσεων. Όλη αυτή η προσπάθεια αναλύσεως δεν αποσκοπεί βέβαια σε κλαψουρίσματα του είδους «πως χάθηκε μια ευκαιρία», αλλά, κυρίως, στο να εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα, που θα κάνουν, στο εξής, την συμβολή των αναρχικών στους αγώνες των καταπιεσμένων πιο αποτελεσματική.
Δεν είναι χρήσιμο να αναπτύσσουμε το συλλογισμό μας με αφαιρετικό τρόπο, με ισοπεδωτικούς αφορισμούς ή με κραυγαλέες επιδοκιμασίες. Δεν μας βοηθά σε τίποτα να αποδεχόμαστε ανεπιφύλακτα ή να απορρίπτουμε με τον ίδιο τρόπο γεγονότα που αποτελούν πηγές σημαντικών εμπειριών. Σε τέτοιες συμπεριφορές, είναι πολύ εύκολο να πέσει κάποιος όταν εκφράζεται αφαιρετικά, θεωρώντας τον εαυτό του κάτοχο της «αλήθειας». Η επισταμένη ανάλυση συντελεί στο να αποφεύγεται ο άκρατος υποκειμενισμός και η εμπάθεια προς τη διαφορετική άποψη και να εξάγονται τα απαραίτητα συμπεράσματα μέσα από την εκάστοτε διαμορφούμενη πραγματικότητα.
Οι εμπειρίες –με τα αρνητικά ή τα θετικά που εμπεριέχουν– συνιστούν σημαντικούς παράγοντες για την εμπέδωση και εφαρμογή της αναρχικής σκέψης και δράσης μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Μια τέτοια στάση ξεπηδά μέσα από την –σύμφυτη με την αναρχική αντίληψη– άρνηση του δογματισμού και της μεταφοράς στο σήμερα προτύπων, που εκφράστηκαν σε άλλες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, χωρίς προηγουμένως, να έχουμε προχωρήσει στην ανάλυση των αντίστοιχων συνθηκών οι οποίες επικρατούν την χρονική περίοδο κατά την οποία έχουμε αποφασίσει να δράσουμε.
Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα μπορούμε, επομένως, να δούμε την ικανότητα και δυνατότητα των εργατικών συμβουλίων και του αναρχοσυνδικαλισμού στις σημερινές συνθήκες. Άλλες είναι οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που εμφανίστηκαν αυτές οι αντιλήψεις και πρακτικές. Η πληθωρική παρουσία εργατών σε κοινωνικό επίπεδο είχε σημαντικές επιδράσεις στους αναρχικούς/ές και τις πρακτικές τους. Χωρίς να αγνοούμε το γεγονός πως αυτή η κατάσταση εμπλούτισε τις εμπειρίες προς μια επαναστατική προοπτική, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό που και οι ίδιοι οι αναρχικοί αποδέχονταν εκείνη την εποχή, ότι δηλαδή η πραγματικότητα πίεζε και πως μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση δεν μπορούσε να μένει κανείς αδρανής. «Επί πλέον, το εργατικό κίνημα έχει τώρα εδραιωθεί ισχυρά και καθολικά∙ το να το καταπολεμήσουμε θα ήταν σαν να δίναμε τα χέρια στους καταπιεστές, το να το αγνοήσουμε θα ήταν σαν να μέναμε έξω από τη ζωή του λαού, κι αυτό θα μας καταδίκαζε για πάντα σε αδυναμία». (Ε. Μαλατέστα, Συνδικαλισμός και Αναρχισμός).
Οι θεωρητικές στρεβλώσεις και η υλοποίησή τους σε πρακτικό επίπεδο ανέδειξαν την αδυναμία έκφρασης μιας ολοκληρωμένης απελευθερωτικής πρότασης. Η συμμετοχή Ισπανών αναρχικών στην κυβέρνηση δεν καταγράφεται ως θετική εμπειρία, από τη στιγμή που ήρθε σε αντίθεση (όχι γενικά και αόριστα), τόσο με τις θεμελιακές αναρχικές θεωρήσεις, όσο και από το ότι προκάλεσε σοβαρή σύγχυση στους επαναστατημένους.
Άλλο ζήτημα, βέβαια, αν μπορεί να αποτελέσει το «άλλοθι» για συμμετοχή στο κοινοβούλιο διαφόρων «εναλλακτιζομένων αντιεξουσιαστών» ή για την υποστήριξη αριστερών κομμάτων, δηλαδή της εξουσίας στην αριστερή της εκδοχή, προκειμένου αυτά να αναλάβουν την διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.
Τα εργατικά συμβούλια και οι αγροτικές κολλεκτίβες μπορεί να αποτελούν μια εμπειρία, μόνο που στις συνθήκες που ζούμε δεν υπάρχει η ίδια κατάσταση, όπως αυτή είχε εκφραστεί (με παρορμητικό τρόπο, είναι αλήθεια) στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, ούτε ο αγροτικός πληθυσμός βρίσκεται στην ίδια κατάσταση.
Η αφομοιωτική δυνατότης της εξουσίας έχει επιβάλλει τις μορφές οργάνωσης των εξουσιαζόμενων εκμεταλλευόμενων σύμφωνα με τις ανάγκες της διατήρησης της κυριαρχίας της (σωματεία, συνδικάτα, σύλλογοι, συνεταιρισμοί κ.λπ.).
Η μεταβολή των συνθηκών σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πεδίο, είναι που καθορίζει με έντονο τρόπο την ανάγκη προσδιορισμού της δράσης των αναρχικών μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Επειδή, ανεξάρτητα από τα λάθη που πραγματοποιήθηκαν ή θα πραγματοποιηθούν, η δράση των αναρχικών εντός του κοινωνικού χώρου έδωσε, δίνει και μπορεί να δώσει τις δυνατότητες –τόσο με τις αρνητικές όσο και με τις θετικές εμπειρίες– για την ανάδειξη της ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ. Εν όσω δεν αναπτύσσεται η δραστηριότητα των αναρχικών ιδεών στο κοινωνικό πεδίο, δεν είναι δυνατό να υπάρξει η καθαρότητά τους, τόσο με την έννοια της αποσαφήνισης των δυνατοτήτων και των στόχων για την συμβολή στην απελευθερωτική διεργασία, όσο και με την επιβεβαίωση στην αναγκαιότητα της εμμονής στις βασικές θέσεις της αναρχικής θεώρησης. Μια τέτοια δραστηριότητα εξυπακούεται πως βρίσκεται σε ταύτιση και διαλεκτική συνάρτηση με την έκφραση, την παρουσία ή την δραστηριοποίηση των αναρχικών μέσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Επειδή, ακόμη και οι πλέον «άψογες» απόψεις, στον βαθμό που δεν εκδηλώνονται, παραμένουν αναξιοποίητες, ωσάν να πρόκειται για νεκρά σχήματα λόγου.
Είναι αναπόφευκτο να γεννηθεί το ερώτημα μήπως η εμμονή στην επανεξέταση των «αυτονοήτων» αφήνει σκόπιμα ανέγγιχτο κάποιο βάθρο και εν προκειμένω αυτό της αναρχικής θεώρησης; Μήπως επιχειρείται η ανακαίνιση ενός ημικατεστραμμένου κτιρίου χωρίς να εξετάζεται αν πράγματι είναι κατοικίσιμο εν τελεί; Επί πλέον, θα μπορούσε να προβληθεί η άποψη, πως σε μια εποχή που οι ιδεολογίες έχουν ξεφτίσει ή έχουν πεθάνει, εμείς προβάλλουμε ώστε να δώσουμε κάποια πνοή σε ετοιμοθάνατες ή νεκρές ιδέες, κρατώντας τα φλάμπουρα, τις σημαίες και τις «ταμπέλες».
Αυτή η τελευταία ερώτηση, προφανώς και δεν ευσταθεί, δεδομένου πως η ανεδαφικότητά της βρίσκεται στο ότι η αναρχία δεν είναι ιδεολογία.
Η ιδεολογία επιβαλλομένη στους ανθρώπους κατασκευάζει μια ψευδή συνείδηση. Έχοντας προηγουμένως διαμορφωθεί μέσα στα πλαίσια μιας κάστας (ή της τάξης), γίνεται το μέσον για να επιβληθεί ο κυρίαρχος λόγος της πάνω στα υπόλοιπα στρώματα της κοινωνίας. Αποτελεί ένα κλειστό σύστημα ιδεών που προβάλλει μια ψεύτικη παράσταση της πραγματικότητας.
Ας πάρουμε την αστική ιδεολογία. Η κυρίαρχη τάξη προβάλλει μια ψεύτικη εικόνα του κόσμου και της εκάστοτε πραγματικότητας για να διατηρήσει την εξουσία της πάνω στην κοινωνία. Η προβολή των ψεύτικων εικόνων είναι το επίχρισμα της πραγματικότητας, που γίνονται συνείδηση στους κυριαρχούμενους. Έτσι, ο φορολογούμενος, νοιώθει πως, από τη στιγμή που πληρώνει φόρους, το κράτος είναι δικό του· από κει και πέρα είναι εύκολο να ταυτιστεί με το κράτος, στρεφόμενος ουσιαστικά ενάντια στα συμφέροντά του. Ο εργαζόμενος, πιστεύει πως πρέπει να χρωστά ευγνωμοσύνη στο αφεντικό, «επειδή του προσφέρει εργασία για να ζήσει», αυτός που ψηφίζει πιστεύει πως το κοινοβουλευτικό σύστημα εξυπηρετεί τα συμφέροντά της κοινωνίας συνολικά, κ.ο.κ. Η ιδεολογία δια της ψευδούς συνειδήσεως επιβάλλει σε άτομα, σε κοινωνικές κατηγορίες και στρώματα την αποδοχή προτύπων, καθορίζει συμπεριφορές και κατευθύνει σε ενέργειες αντίθετες με τις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες των ανθρώπων. Περιορίζει τις πρωτοβουλίες, την αυτενέργεια, κάθε ελεύθερη έκφραση σε ατομικό και συλλογικό πεδίο, επιβάλλει σχέσεις και προβάλλει άφθαρτες «αλήθειες» που δεν επιδέχονται αμφιβολιών (δόγμα).
Από τη άλλη, η αναρχική θεώρηση είναι ένα ανοικτό σύνολο απόψεων, μέσα από τις οποίες επιχειρείται η αναζήτηση και η αναγνώριση των πραγματικών επιθυμιών και των αναγκών των ανθρώπων (που υπάρχουν παρά τις συγκαλύψεις της πραγματικότητας, που κατασκευάζει και τονίζει η εξουσία). Έρχεται, στη συνέχεια, να προβάλλει την σημασία πραγματοποίησης τους, συμβάλλοντας σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Είναι σαφές ότι η ζωντάνια των αναρχικών αντιλήψεων βρίσκεται στη διαχρονική πορεία της πάλης των ανθρώπων για την απελευθέρωσή τους. «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος κι όμως παντού είναι αλυσοδεμένος». Η πολλαπλότητα των απόψεων που υπάρχουν ανάμεσα στους αναρχικούς/ές, βασίζεται και εκφράζει όχι μόνο την ευρύτατη κοινωνική υπόσταση του αναρχικού λόγου, αλλά και τη μακρόχρονη πορεία αυτών των αντιλήψεων, που καταλήγει στο σήμερα χωρίς όμως να σταματά.
Οι αναρχικές αντιλήψεις, βασισμένες στην πραγματική υπόσταση των επιθυμιών και αναγκών της κοινωνίας, κατευθύνονται στην επιδίωξη της εξαφάνισης των κοινωνικών διαχωρισμών, στην απελευθέρωση από την κυριαρχία και την εκμετάλλευση, στην κατάργηση όλων των μέσων, που χρησιμοποιούνται για την εμπέδωση της εξουσίας σε άτομα και συλλογικότητες στην μετάβαση προς μία πραγματικότητα όπου η ισότητα (χωρίς την εξαφάνιση της διαφορετικότητας), η αλληλεγγύη και η κοινότητα των αγαθών συνυπάρχουν με την καθολική ελευθερία: «Δεν γίνομαι πραγματικά ελεύθερος παρά μόνο μέσω της ελευθερίας των άλλων· όσο πιο πολυάριθμοι είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι που με περιβάλλουν και όσο βαθύτερη και ευρύτερη είναι η ελευθερία τους, τόσο ουσιαστικότερη, βαθύτερη και ευρύτερη γίνεται η ελευθερία μου». (Μ. Μπακούνιν, Θεός και Κράτος).
Ερχόμαστε τώρα στον «εκ βάθρων» επαναπροσδιορισμό. Κανείς αναρχικός δεν θα δίσταζε να βάλει το ερώτημα ή τον προβληματισμό του επαναπροσδιορισμού. Εδώ βρίσκεται και μια σημαντική πλευρά του «ουτοπικού» οράματος της αναρχίας. Φαίνεται «ουτοπικό» επειδή οι άνθρωποι δεν αφήνονται να θυμηθούν το άναρχο παρελθόν τους. Από αυτήν την άποψη δεν είναι μια φαντασιακή σύλληψη, αλλά βασίζεται στην πραγματικότητα του σήμερα, αλλά και σ΄ αυτήν του χθες.
Η ίδια η εξουσιαζόμενη κοινωνία, η εξουσιαστική δόμησή της, οι εκμεταλλευτικές συνθήκες, η καταπίεση, η πλασματική ελευθερία, είναι οι αντίποδες της αναρχίας. Αν όλα αυτά δεν υπάρχουν, τότε σίγουρα δεν χρειαζόμαστε ούτε την μετα-εξουσιαστική αναρχική πραγματικότητα, ούτε θα πρέπει να ονομαζόμαστε αναρχικοί/ές και να προβάλλουμε έναν διαχωρισμό. Επειδή, όμως, και η εξουσία υπάρχει αλλά και αυτοί που την αντιπαλεύουν, γι’ αυτό υπάρχουν και οι αναρχικοί/ές. Από τη στιγμή μάλιστα που η ανθρωπότητα βρίσκεται στην κατάσταση που προαναφέραμε, η αναρχία παραμένει το όραμα που συνδέεται με την μεγίστη έκφραση της ελευθερίας των ανθρώπων.
Θα πρέπει να επισημανθεί, πως δεν υπάρχει σ’ αυτό το όραμα κάποιου είδους δογματισμός, στον οποίον καλούμεθα να υπηρετήσουμε σαν στρατιώτες-σωτήρες της ανθρωπότητος. Η ατομική επιθυμία και θέληση έρχεται να συμπέσει με την πραγματικότητα και τις προσπάθειες που καταβάλλουν (συνήθως ασυνείδητα) οι υπόλοιποι εκμεταλλευόμενοι, οι θέλοντες να πετάξουν από πάνω τους και, εν συνεχεία, να εξαφανίσουν τις σχέσεις εξουσίας, που, άσχετα με τους τρόπους που είναι αναγκασμένοι να παλέψουν καίτοι έχουν, μη ολοκληρωμένο και ασαφές, το όραμα της ελευθερίας.
Αυτό το όραμα, για να μπορέσει να υλοποιηθεί χρειάζεται μια διαρκή και συνειδητή απελευθερωτική δραστηριότητα των ίδιων των εξουσιαζόμενων. Αν οι εμπειρίες δεν μπορέσουν να στοιχειοθετήσουν μια αντίληψη κι αυτή με τη σειρά της μια θεώρηση, τότε η απελευθερωτική δραστηριότητα της κοινωνίας θα παραμένει αποσπασματική, ασύνδετη και ανολοκλήρωτη.
Στην πορεία της δράσης των ανθρωπίνων συνόλων, το κράτος επεμβαίνει με κυριολεκτικά αφομοιωτικό τρόπο. Θεσμοποιεί και εντάσσει ευνουχισμένες, μέσα στα πλαίσια της κυριαρχίας, όλες τις δυνατότητες και εκφράσεις εξέγερσης και ανατροπής, που γεννά ο, εν τη στενή εννοία, κοινωνικός ανταγωνισμός. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό μέσο που διαθέτει και αξιοποιεί, (έμμεση κατασταλτικότητα) πριν χρησιμοποιήσει την απροκάλυπτη βιαιότητα, στην άσκηση της οποίας καταφεύγει, από τη στιγμή που η δυνατότητα των άλλων αφομοιωτικών μέσων, γίνεται αναποτελεσματική. Η παγιοποίηση που επιφέρει η αφομοίωση, σε συνδυασμό με τον πραγματοποιούμενο ευνουχισμό, αποδυναμώνει τη δυνατότητα της κοινωνίας –και των επί μέρους τμημάτων της– να λειτουργήσει με απελευθερωτικό τρόπο. Έτσι, ο αγώνας ενάντια στην εξουσία εγκλωβίζεται, αποπροσανατολίζεται ή καθηλώνεται σε αναποτελεσματικές μορφές.
Οι εξουσιαζόμενοι, μέσα σε συνθήκες έντασης του κοινωνικού ανταγωνισμού, από μόνοι τους, συγκροτούν εκείνες τις μορφές οργάνωσης που κρίνουν πως μπορούν να συμβάλουν στην αποτελεσματική δράση τους ενάντια στην κυριαρχία. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν κάνει αυτές τις συγκροτήσεις ούτε διαχρονικές, ούτε τις ανακηρύσσει ως την πεμπτουσία των μέσων κοινωνικής συμβίωσης ή αντικρατικής-αντιεξουσιαστικής και αντικαπιταλιστικής δράσης.
Ο αναρχικός αγώνας, ακριβώς επειδή βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την κοινωνία, δεν έχει έτοιμες συνταγές και φόρμουλες. Απ’ αυτή την άποψη, χρειάζεται να ξεπεραστεί η λογική των «αυτονοήτων», και να χρησιμοποιηθεί η δυνατότητα της ανάλυσης με βάση την πραγματικότητα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πρέπει να διερευνούμε την αποτελεσματικότητα κάθε «αυτονοήτου» σε κάθε συγκεκριμένη περίσταση.
Κάτι τέτοιο, βρίσκεται σε άμεση συνάφεια και ανταποκρίνεται στην α-δογματική στάση και στην μη αποδοχή στερεοτύπων, σύμφωνα με την αναρχική αντίληψη. Η δυνατότητα των εξουσιαζόμενων να αντιπαρατίθενται, με το δικό τους δημιουργικό τρόπο, στην εξουσία, είναι που κάνουν τις αναρχικές ιδέες να λειτουργούν ως καταλύτης, που συμβάλλει στην συνολική απελευθέρωση.
Αυτή η κατάλυση «των αυτονοήτων», μέσω της ανάλυσης της πραγματικότητας, είναι που συμβάλλει στη δημιουργική δράση των αναρχικών μέσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Μέσα από την ανάλυση, ανακαλύπτονται οι προσφορότεροι τρόποι δράσης, που διασφαλίζουν την ατομικότητα και τη συλλογικότητα, ενώ ταυτόχρονα διευκολύνεται η –μετά την δράση– δυνατότητα εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων για την συνέχιση της αναρχικής πρακτικής.
Μιλήσαμε προηγουμένως για την ουσιαστική καθαρότητα, μέσα από την εφαρμογή των αναρχικών αντιλήψεων και διευκρινίστηκε το ζήτημα του δογματισμού. Προκειμένου, όμως, να αποφευχθούν διάφορες παρανοήσεις, είναι αναγκαίο να επισημανθεί το γεγονός της ύπαρξης κάποιων σταθερών με βάση τις οποίες, όχι μόνο γίνεται η ανάλυση, αλλά, αναπτύσσεται και η δράση μας. Είναι αυτές που καθορίζουν την αναρχική αντίληψη και την τοποθετούν ανταγωνιστικά σε ο,τιδήποτε εμπεριέχει τη διατήρηση ή την αναγνώριση της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης.
Με βάση αυτές τις σταθερές έχουμε την ικανότητα και τη δυνατότητα να στεκόμαστε απέναντι σε απόψεις και πρακτικές που αντιστρατεύονται την Αναρχική προοπτική, προσδιορίζοντας ποια στάση συμβάλλει στον αγώνα ενάντια στην εξουσία, δημιουργώντας τις δυνατότητες για την απελευθέρωση της κοινωνίας και ποια όχι. Για να μπορεί η οιουδήποτε χαρακτήρα στάση και τοποθέτηση να είναι ικανή να παράγει αποτελέσματα θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να είναι εμπεριστατωμένη. Να αναλύει τις συνιστώσες του ζητήματος με το οποίο καταπιάνεται και να μην καταλήγει να δίνει εξωπραγματικές διαστάσεις στις τοποθετήσεις που γίνονται. Κάθε γεγονός, οποιαδήποτε κατάσταση, έχει εκτός από κοινά χαρακτηριστικά, μία ή περισσότερες ιδιομορφίες. Αυτές δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Χρειάζεται να γίνεται διάκριση και αξιολόγηση αυτών των ιδιομορφιών για να μην καταλήγει η οποιαδήποτε προσπάθεια ανάλυσης να λειτουργεί ισοπεδωτικά. Το κυριώτερο είναι η ανάπτυξη μιας ειλικρινούς επιχειρηματολογίας, που να μπορεί με τη σειρά της να αξιολογηθεί από αυτούς, προς τους οποίους απευθύνεται.
Στο τέλος, ένας απολογισμός αποσκοπεί στο να συμβάλλει στην αποτροπή επαναλήψεως των ίδιων λαθών στο μέλλον. Δεν επιδιώκει την εξόντωση των απόψεων και των ατόμων (εφ’ όσων βέβαια μιλάμε για ένα χώρο που έχει κοινό χαρακτηριστικό την αντίθεση στην εξουσία) γιατί στην αντίθετη περίπτωση έχουμε πολεμική που προϋποθέτει την ύπαρξη ανταγωνιστικών θέσεων και σχέσεων. Αυτό το τελευταίο είναι που πρέπει να έχει αποδειχθεί, οπότε στην περίπτωση αυτή, θα μπορεί να είναι αποδεκτή και η πολεμική.
Η δυνατότητα ανάλυσης που ανταποκρίνεται στα δρώμενα και προδιαγράφει με σαφήνεια και –με βάση την κατάδειξη των διαπραχθέντων λαθών– τους άμεσα επιδιωκόμενους σκοπούς, επ’ ουδενί δεν προσδίδει σε κάποιους την ιδιότητα της «αυθεντίας» και το προνόμιο του προσδιορισμού ποιος είναι αναρχικός και ποιος δεν είναι. Η όλη δραστηριότητα και συμπεριφορά ατόμων και ομάδων είναι που τους καθορίζει κι όχι ένα μέρος τους και κυρίως οι αποφασιστικές στάσεις οι οποίες συνάδουν ή αντιβαίνουν στις θεμελιακές αναρχικές απόψεις.
Η διερεύνηση των αντιλήψεων, σύμφωνα με τις οποίες γίνεται η ανάλυση, πάνω σε μια συγκεκριμένη βάση, καθορίζει το κατά πόσο, αυτή η στάση ανταποκρίνεται στις αναρχικές αντιλήψεις. Αλλά, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ανάλυση, αυτό που παραμένει αδιάψευστος κριτής είναι τα ίδια τα αποτελέσματα μιας πρακτικής, στον βαθμό, μάλιστα, όπου δεν υπάρχουν αποκλίσεις αλλά η ουσιώδης συνάφεια μεταξύ του μέσου και του αποτελέσματος.
Επειδή, όμως, δεν προσφέρει κάτι το ουσιαστικό, η ικανοποίηση που είναι δυνατόν να προέλθει από την επιβεβαίωση, αλλά η επιτυχία των δραστηριοτήτων ενάντια στο κράτος και την πολύμορφη εξουσία, είναι απαραίτητο να μη παρακάμπτονται οι βασικές αντιλήψεις γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται η αναρχική δραστηριότητα. Εξ άλλου, η πείρα αποδεικνύει πως όσες φορές αυτές αγνοήθηκαν, τα όσα τέθηκαν σε εφαρμογή δεν δημιούργησαν προβλήματα ουσιαστικού περιεχομένου στην εξουσία.
Η άμεση ή με έμμεσο τρόπο συμμετοχή στο κοινοβούλιο, η αποδοχή των θεσμών του κράτους και του κεφαλαίου, η λογική του τακτικισμού, του πασιφισμού, η εφαρμογή των χειραγωγικών-εξουσιαστικών μοντέλων οργάνωσης, η συνδιαλλαγή με το κράτος και τα όργανά του, η χρήση μεθόδων και ενεργειών που συμπορεύονται με τον μετασχηματισμό του μοντέλου κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και η δραστηριοποίηση μέσα στα ανεκτά για την εξουσία όρια, δεν συμβάλλουν στην καταστροφή της και δεν έχουν σχέση με την αναρχική θεώρηση, επειδή εκ των πραγμάτων δεν προωθούν την εξεγερσιακή δράση ενάντια στην εξουσιαστική-εκμεταλλευτική δόμηση της κοινωνίας για την προοπτική της απελευθέρωσης.
Εφ’ όσον πιστεύουμε ότι οι απόψεις μας μπορούν να συμβάλλουν στην απελευθερωτική διεργασία, δεν έχουμε κανένα λόγο να τις κρύβουμε. Στο κάτω-κάτω δεν επιδιώκουμε να εξαπατήσουμε κανέναν.
Οι αναρχικοί θα ένοιωθαν τη μεγαλύτερη ευτυχία τη στιγμή που οι καταπιεσμένοι θα σήκωναν, χωρίς καταναγκασμό και ψευδαισθήσεις το αναρχικό λάβαρο για να συντρίψουν την εξουσία του κράτους και του κεφαλαίου, επειδή είναι βέβαιοι πως, σε αυτή την περίπτωση, οι απελευθερωμένοι, θα ήταν από μόνοι τους ικανοί και πρόθυμοι να το καταστρέψουν αμέσως μετά επειδή θα τους ήταν άχρηστο, αφού η θέλησή τους για ελευθερία σε όλες της τις διαστάσεις, θα ήταν πραγματοποιημένη.
Σε σχέση, τέλος, με όσους πρόθυμα στρέφονται προς τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, τους οποίους υπηρετούν με ενθουσιασμό, πολεμώντας και υπονομεύοντας τις αναρχικές ιδέες, αλλά και προς εκείνους που υποκρίνονται πως είναι με το μέρος των αναρχικών απόψεων, αξίζει να αναφέρουμε τις φράσεις που διατυπώθηκαν πριν από 120 χρόνια: «…Είναι λυπηρό να βλέπει κάποιος αυτούς που νομίζουν ότι είναι επαναστάτες να εξαπολύουν το μίσος τους ενάντια στον αναρχικό, απλά και μόνο επειδή οι ιδέες του για την ελευθερία ξεπερνούν τις ασήμαντες και στενόμυαλες αντιλήψεις της ελευθερίας που διδάσκονται στο Κρατικό σχολείο. Και στο μεταξύ αυτό το θέαμα είναι μια πραγματικότητα. Το γεγονός είναι ότι το πνεύμα της εθελοδουλείας ανέκαθεν εκαλλιεργείτο με έξυπνο τρόπο στα μυαλά των νέων κι αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει για να διαιωνίσει την υποταγή του ατόμου στο κράτος» (Π. Κροπότκιν, Το κράτος και ο ιστορικός του ρόλος).
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.167, Iανουάριος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το blog TEO O ΜΑΣΤΟΡΑΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διάφορα ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δική σας ενημέρωση.