Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Οι φυσικές και μεταφυσικές προϋποθέσεις της επιστήμης

 
 Ενας αιώνας μεγάλων επιστημονικών ανακαλύψεων αλλά και φιλοσοφικών-επιστημολογικών ανατροπών ⫸ Από το 1930 μέχρι το 1960 στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια σκηνή του επιστημονικού υπερθεάματος κυριαρχεί το νέο και ιδιαίτερα επιθετικό επιστημολογικό πρόγραμμα του «λογικού θετικισμού» ή «νεοθετικισμού», το οποίο ήθελε να διαχωρίσει την επιστημονικά έγκυρη γνώση από την ψευδοεπιστήμη και επομένως να εξαλείψει, ως στερούμενη νοήματος, κάθε μεταφυσική αναζήτηση. Ποιες ήταν οι συνέπειες αυτού του νέου διαφωτιστικού προγράμματος και πώς επηρέασε τη φιλοσοφία της επιστήμης και, ευρύτερα, την ανθρώπινη γνώση;

Από το 1930 μέχρι το 1960 στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια σκηνή του επιστημονικού υπερθεάματος κυριαρχεί το νέο και ιδιαίτερα επιθετικό επιστημολογικό πρόγραμμα του «λογικού θετικισμού» ή «νεοθετικισμού», το οποίο ήθελε να διαχωρίσει την επιστημονικά έγκυρη γνώση από την ψευδοεπιστήμη και επομένως να εξαλείψει, ως στερούμενη νοήματος, κάθε μεταφυσική αναζήτηση. Ποιες ήταν οι συνέπειες αυτού του νέου διαφωτιστικού προγράμματος και πώς επηρέασε τη φιλοσοφία της επιστήμης και, ευρύτερα, την ανθρώπινη γνώση;

Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι οι νεωτερικές φυσικές επιστήμες αναδύθηκαν και συγκροτήθηκαν, σταδιακά, σε ρήξη με τις προγενέστερες μυθολογικές ή υπερφυσικές αντιλήψεις της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, καθώς και ότι εξελίχθηκαν σε πλήρη αντίθεση με τις μεταφυσικές και τις θεολογικές προσεγγίσεις του παρελθόντος. Πόσοι υποψιάζονται ότι η μεγάλη πολιτισμική, κοινωνική και διανοητική τομή που, από τον 17ο αιώνα και μετά, διαφοροποίησε τη νεόκοπη επιστημονική επανάσταση από την αρχαία και τη μεσαιωνική νοοτροπία, δεν βασίστηκε μόνο σε νέα εμπειρικά ή θεωρητικά δεδομένα, αλλά και σε υπόρρητες μεταφυσικές παραδοχές;

Πράγματι, από όλες τις ιστορικές ανασυγκροτήσεις προκύπτει ότι τόσο η «Μεγάλη Επιστημονική Επανάσταση» όσο και η πρωτοφανής γνωστική-τεχνολογική ιδιοποίηση της Φύσης που προέκυψε από τη νεωτερική επανάσταση, προϋπέθεταν εξ αρχής -και εξακολουθούν να προϋποθέτουν!- την αποδοχή από την εκάστοτε επιστημονική κοινότητα κάποιων υπόρρητων γνωσιολογικών και αναπόδεικτων μετα-φυσικών αρχών. Και, όπως θα δούμε, δεν είναι καθόλου εύκολο για την επιστημονική σκέψη να εξαλείψει οριστικά τις υπόρρητες μεταφυσικές της προκείμενες ή να απαλλαγεί από τις γνωσιολογικές αυταπάτες της εποχής της.

Εν τούτοις, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, για να δικαιολογηθεί (γνωστικά) και να νομιμοποιηθεί (κοινωνικοπολιτικά) ο σημαντικά αναβαθμισμένος ρόλος των φυσικών επιστημών στις δυτικές κοινωνίες, θα έπρεπε να τεκμηριωθεί επαρκώς η εμφανής γνωσιολογική, μεθοδολογική και βέβαια η τεχνολογική ανωτερότητα των φυσικών επιστημών, σε σχέση με τα εναλλακτικά, προεπιστημονικά πρότυπα σκέψης και δράσης.

Ετσι, από τις αρχές του εικοστού αιώνα, οι μέχρι τότε αυθόρμητες επιστημολογικές απόψεις και, εν πολλοίς, οι γνωσιολογικά και μεθοδολογικά αυθαίρετες ιδέες των επιστημόνων άρχισαν σταδιακά να υποκαθίστανται από τις πολύ πιο σοβαρές γνωστικές προσεγγίσεις και τις συστηματικές λογικές αναλύσεις μιας νέας, ετερογενούς, αλλά ιδιαίτερα δυναμικής ερευνητικής ομάδας εμπειριστών φιλοσόφων, οι οποίοι στόχευαν προγραμματικά σε μια αντικειμενική, ρεαλιστική και άρα αντιμεταφυσική προσέγγιση των θεμελίων της νέας επιστημονικής γνώσης και των επαναστατικών της κατακτήσεων.

Μια νέα γενιά από Ευρωπαίους μαθηματικούς, φυσικούς επιστήμονες και φιλοσόφους θα ενώσουν τις προσπάθειές τους για να αποκαλύψουν ποια είναι η ιδιαίτερη μεθοδολογική και η γνωστική προσέγγιση των πιο σύγχρονων και ανεπτυγμένων επιστημονικών πεδίων (αρχικά της μαθηματικής Λογικής και κατόπιν της Φυσικής).

Το πρόγραμμα εξάλειψης της Μεταφυσικής

Από αριστερά τρεις πρωταγωνιστές του εμπειρικού και νεοθετικιστικού φιλοσοφικού προγράμματος: ο Ερνστ Μαχ, ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και ο Μόριτς Σλικ. Και δίπλα, τρεις κορυφαίοι αντιθετικιστές επιστημολόγοι: ο Καρλ Πόπερ, ο Ιμρε Λάκατος και ο Τόμας Κουν

Κάποιοι από αυτούς τους νέους φιλοσόφους της επιστήμης, μετά το 1925, θα θέσουν ρητά ως προγραμματικό τους στόχο να αναλύσουν τη θεμελιώδη εννοιολογική δομή και τους συντακτικούς κανόνες παραγωγής της επιστημονικής γλώσσας, για να ορίσουν επακριβώς τι είναι η φυσική επιστήμη και σε τι διαφέρει από την ψευδοεπιστήμη. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτού του προγράμματος προϋποθέτει ότι αυτοί οι φιλόδοξοι λογικοί εμπειριστές όφειλαν αφ’ ενός να ανακαλύψουν ποιοι είναι οι διαχρονικοί και κοινοί σε όλες τις φυσικές επιστήμες νοητικοί κανόνες που επιτρέπουν την παραγωγή και τη διάκριση των αληθών επιστημονικών προτάσεων από τις ψευδείς και αφ’ ετέρου να αποσαφηνίσουν πώς και σε τι ακριβώς διαφοροποιούνται οι γνωστικά έγκυρες επιστημονικές θεωρίες από τις ευρύτατα αποδεκτές και, εν πολλοίς, «αυθαίρετες» μεταφυσικές προσεγγίσεις της φυσικής πραγματικότητας, που επικρατούσαν μέχρι τότε.

Αυτό το ιδιαίτερα μαχητικό γνωσιολογικό πρόγραμμα -ταυτοχρόνως επιστημολογικό και αντιμεταφυσικό- θα διατυπωθεί ρητά κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου από τον «Κύκλο της Βιέννης» (Wiener Kreis), μια ομάδα προοδευτικών φιλοσόφων της επιστήμης που θα προτείνει μια καινοφανή και σύνθετη λογική και εμπειρική προσέγγιση της «επιστημονικής γλώσσας». Στην ίδρυση αυτής της ομάδας πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Μόριτς Σλικ (Moritz Schlick, 1882-1936), ενώ στον αρχικό πυρήνα του «Κύκλου της Βιέννης» συμμετείχαν οι Waismann, Neurath, Hahn και Carnap. Ετσι, σε ζοφερούς κοινωνικοπολιτικά καιρούς, προέκυψε το πολύ φιλόδοξο επιστημονικό και διαφωτιστικό κίνημα εξορθολογισμού του συνόλου της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης, που αυτοπροσδιορίστηκε ως «λογικός εμπειρισμός» ή «νεοθετικισμός».

Ποια ήταν, όμως, τα εργαλεία αυτών των Ευρωπαίων ευαγγελιστών του επιστημονικού εξορθολογισμού; Η νέα πνευματική επιφοίτηση του επιστημονικού «ορθού λόγου» είχε προαναγγελθεί από τον Ερνστ Μαχ (1838-1916), κορυφαίο φυσικό και αρχάγγελο του αυστριακού εμπειρισμού, και από τον νεαρό Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889-1951), μεγαλοφυή αρχάγγελο της αναλυτικής φιλοσοφίας της γλώσσας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλα τα μέλη του «Κύκλου της Βιέννης» θεωρούσαν γενάρχες και πνευματικούς προπάτορες του κινήματός τους αυτούς τους δύο αυστριακής καταγωγής στοχαστές.

Οι προγραμματικοί στόχοι του νεοθετικισμού ήταν: 1) Η αυστηρή λογική ανάλυση κάθε έγκυρης γνώσης, η οποία προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από τις φυσικές επιστήμες. Και 2) Η εμπειρική επαλήθευση κάθε επιστημονικής θεωρίας αποτελεί το αποφασιστικό κριτήριο για τη διάκριση και την οριοθέτηση της επιστημονικής σκέψης τόσο από τις αντιεπιστημονικές δοξασίες όσο και τις μεταφυσικές «α-νοησίες». Και για την εδραίωση αυτού του επιστημολογικού προγράμματος, οι νεοθετικιστές χρησιμοποίησαν τα νέα εργαλεία της λογικής ανάλυσης για να ελέγξουν τις, τότε, νέες φυσικές θεωρίες της Σχετικότητας και της Κβαντομηχανικής.

Από τις μεταφυσικά και επιστημολογικά μεροληπτικές αναλύσεις των νεοθετικιστών προέκυψε ότι κάθε επαρκώς αναπτυγμένη και άρα «νόμιμη» επιστημονική θεωρία οφείλει να έχει τη μορφή ενός αξιωματικού-παραγωγικού συστήματος: οι προτάσεις, υποθέσεις και θεωρίες του οποίου πρέπει να προκύπτουν πάντα σύμφωνα με αυστηρά λογικούς και επαγωγικούς κανόνες και, σε τελευταία ανάλυση, πρέπει να θεμελιώνονται στα εμπειρικά-παρατηρησιακά δεδομένα της επιστημονικής έρευνας.

Το μεθοδολογικό τέχνασμα των νεοθετικιστών ήταν να διαχωρίζουν αυστηρά το «πλαίσιο ανακάλυψης» από το «πλαίσιο θεμελίωσης» και, παράλληλα, να εισάγουν τη διάκριση των «παρατηρησιακών-εμπειρικών όρων» από τους «θεωρητικούς όρους ή τις έννοιες» κάθε ώριμης επιστημονικά θεωρίας, δύο εντελώς αυθαίρετες γνωσιολογικά διακρίσεις, αφού, όπως επανειλημμένα αποδείχτηκε από τις μεταγενέστερες έρευνες, δεν υπάρχουν αμιγώς ή αμόλυντοι θεωρητικά «παρατηρησιακοί όροι», ούτε ευσταθεί η απόλυτη διάκριση μεταξύ πλαισίου ανακάλυψης και πλαισίου θεμελίωσης, σύμφωνα με τις ιστορικές ανασυγκροτήσεις της πραγματικής εξέλιξης των επιστημών. Εξάλλου, ούτε καν θεωρητικά δεν ισχύει η «αρχή της επαγωγής» που στηρίζει αυτές τις αυθαίρετες και, κατά βάθος, μεταφυσικές διακρίσεις, διότι αν «το νόημα μιας επιστημονικής πρότασης είναι η εμπειρική μέθοδος επαλήθευσής της», όπως υποστήριζαν οι περισσότεροι λογικοί εμπειριστές, τότε οι βασικοί νόμοι της Φυσικής δεν θα έπρεπε να ισχύουν, αφού οι εμπειρικές επαληθεύσεις τους είναι πεπερασμένες και οι μελλοντικές έρευνες θα μπορούσαν κάλλιστα να τις διαψεύσουν!

Ευτυχώς, η κυριαρχία του νεοθετικισμού, ως φιλοσοφικά έγκυρης και μεθοδολογικά τεκμηριωμένης ερμηνείας της δομής και της δυναμικής κάθε επιστημονικής γνώσης, θα κρατήσει μόλις τρεις δεκαετίες, από το 1930 μέχρι το 1960. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η απόρριψη των βασικών θέσεων του λογικού εμπειρισμού θα είναι σχεδόν πλήρης και θα λάβει, διεθνώς, κατακλυσμιαίες διαστάσεις, που θα εκφραστούν κυρίως από τη λεγόμενη «ιστορικιστική στροφή» στην επιστημολογία.

Αποκαλύπτοντας τα όρια του επιστημονισμού



Αυτή η κοσμογονική διανοητική μεταστροφή θα αναδείξει τα εγγενή και ανυπέρβλητα όρια της νεοθετικιστικής προσέγγισης, που επί τρεις δεκαετίες, τουλάχιστον, αναζητούσε μάταια ένα απόλυτο, διαχρονικό και άρα υπεριστορικό φυσικαλιστικό θεμέλιο για κάθε έγκυρη επιστημονική γνώση. Σε πλήρη αντίθεση με το νεοθετικιστικό μοντέλο, η νέα επιστημολογία θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει την πολυπλοκότητα της επιστημονικής περιπέτειας, αναδεικνύοντας τα εγγενή γνωσιολογικά και πολιτισμικά όρια κάθε σπουδαίου επιστημονικού εγχειρήματος, καθώς και τη δυσεξάλειπτη εξάρτηση όλων των σημαντικών επιστημονικών εξελίξεων από τις ευρύτερες κοινωνικοϊστορικές συνθήκες.

Σημείο μετάβασης από την κλασική θετικιστική στη νέα επιστημολογική προσέγγιση θεωρείται το πρωτοποριακό έργο του επίσης Αυστριακού Καρλ Πόπερ (1902-1994). Ο Πόπερ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της επιστήμης του προηγούμενου αιώνα και δικαίως θεωρείται ο «δολοφόνος του νεοθετικισμού», ενώ οι διάσημοι μαθητές του, ο Ιμρε Λάκατος (Imre Lakatos, 1922-1974) και ο Πολ Φεγεράμπεντ (Paul Karl Feyerabend, 1924-1994), θα συμβάλουν αποφασιστικά με το έργο τους στην ανάδυση και την εδραίωση της σύγχρονης επιστημολογίας.

Πάντως, οι ιστορικοί των ιδεών θεωρούν ως σημείο καμπής για το πέρασμα από την παλιά στη νέα επιστημολογία την κυκλοφορία, το 1962, του βιβλίου «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», του Τόμας Κουν (T.S. Kuhn, 1922-1996). Σε αυτό το επαναστατικό βιβλίο, ο κορυφαίος Αμερικανός επιστημολόγος απορρίπτει τελεσίδικα τις αρχές του νεοθετικισμού περί επαλήθευσης ή της εμπειρικής επικύρωσης των επιστημονικών θεωριών και την αρχή της επαγωγής των θεωρητικών όρων στους παρατηρησιακούς όρους μιας θεωρίας. Συνεπώς, στο βιβλίο αυτό καταρρίπτεται -με πλήθος φιλοσοφικών και ιστορικών επιχειρημάτων- το γραμμικό ή συσσωρευτικό μοντέλο προόδου της επιστημονικής γνώσης που βασιζόταν σε αυτές τις νεοθετικιστικές αρχές.

Αντίθετα, βασιζόμενος τόσο στο έργο του Καρλ Πόπερ και της σχολής του όσο και στις κατακτήσεις των κορυφαίων Γάλλων ιστορικών της επιστήμης, ο Τόμας Κουν θα εισαγάγει την αποφασιστική έννοια του επιστημονικού «Παραδείγματος», η οποία συνοψίζει επαρκώς ένα εντελώς απρόσμενο και ριζοσπαστικό μοντέλο κατανόησης του επιστημονικού γίγνεσθαι και της ιστορίας του! Εκτοτε, η αναπόφευκτα σχετικιστική και ιστορική έρευνα στο πεδίο της επιστημολογίας θα αποκαλύψει ότι, στη μακρά ιστορία της, καμία φυσική επιστήμη δεν παρουσιάζει την ιστορικά στατική, γνωσιολογικά πλήρη και κοινωνικά ουδέτερη εικόνα που ονειρεύονταν οι νεοθετικιστές.

Μια ευρύτερη πολιτισμική και πολιτική συνέπεια αυτών των εξελίξεων είναι ότι οι φυσικές επιστήμες δεν διαφέρουν ουσιωδώς, ούτε και πρέπει να θεωρούνται «ανώτερες» από τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Παρά τις σημαντικές μεθοδολογικές διαφορές των αντικειμένων τους και των γνωστικών τους προτεραιοτήτων, αυτά τα δύο είδη γνώσης αποτελούν εξίσου το προϊόν της ιδιαίτερης ιστορίας τους και την έκφραση της κοινής «ανθρώπινης, πολύ ανθρώπινης» ανάγκης για γνωστική ιδιοποίηση του φυσικού κόσμου και του εαυτού μας.



Πώς συμβαίνει και σε μια εποχή υποτιθέμενου θριάμβου της επιστήμης, ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων να παραδίδονται χωρίς αντίσταση στις πιο ακραίες μορφές ανορθολογισμού και ψευδοεπιστήμης; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που διερευνά διεξοδικά ο Στέφανος Τραχανάς στο νέο του βιβλίο «Ο Κύκλος: Επιστήμη και δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς», που μόλις κυκλοφόρησε από τις ΠΕΚ.

Αναζητώντας τα αναγκαία και έγκυρα επιστημολογικά εργαλεία για την αντιμετώπιση της σύγχρονης ψευδοεπιστήμης, ο Στέφανος Τραχανάς τα βρήκε, παραδόξως, στις ανιστόρητες και οριστικά διαψευσμένες επιστημολογικές ιδέες του «Κύκλου της Βιέννης», εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου!

Ετσι, το επόμενο Σάββατο ζητήσαμε από τον ίδιο τον συγγραφέα να μας εξηγήσει αναλυτικά αυτή την απρόσμενη και προκλητική επιστημολογική επιλογή του.

https://www.efsyn.gr/epistimi/mihanes-toy-noy/428631_oi-fysikes-kai-metafysikes-proypotheseis-tis-epistimis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το blog TEO O ΜΑΣΤΟΡΑΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διάφορα ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δική σας ενημέρωση.