Το σύστημα της φύσης, της οποίας ο άνθρωπος είναι τμήμα,
τείνει να είναι αυτο-εξισορροπούμενο, αυτο-ρυθμιζόμενο, αυτο-καθαριζόμενο.
Όχι, όμως, με την τεχνολογία.
Ε. F. Schumacher
Στην εποχή μας επικρατεί η άποψη πως το πιο γερό θεμέλιο της ειρήνης θα ήταν η καθολική ευημερία. Μάταια θα αναζητήσει κανείς ιστορικές μαρτυρίες, πως κατά κύριο λόγο οι πλούσιοι υπήρξαν ειρηνικότεροι απ’ τους φτωχούς, αν και σε αυτό θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει πως ποτέ δεν αισθάνθηκαν ασφαλείς απέναντι στους φτωχούς· πως η επιθετικότητά τους πήγαζε απ’ το φόβο και
πως τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά αν όλοι ήταν πλούσιοι. Γιατί να κάνει πόλεμο ο πλούσιος; Δεν έχει να κερδίσει τίποτα. Τί πιο φυσικό να προσφεύγουν σ’ αυτόν οι φτωχοί, οι υφιστάμενοι την εκμετάλλευση και οι καταπιεσμένοι, αφού δεν έχουν άλλο να χάσουν εκτός από τα δεσμά τους; Ο δρόμος της ειρήνης, υποστηρίζεται, είναι ο δρόμος που οδηγεί προς τον πλούτο.
Αυτή η επικρατούσα, στην εποχή μας, άποψη ασκεί μια σχεδόν ακαταμάχητη γοητεία, επειδή συνεπάγεται πως όσο γρηγορότερα εκπληρώνεται μια επιθυμία τόσο πιο σίγουρα κατακτάται η επόμενη. Κι αυτό είναι διπλά ελκυστικό γιατί αντιπαρέρχεται πλήρως το όλο ζήτημα της ηθικής: δεν υπάρχει ανάγκη να απαρνηθεί ή να θυσιάσει κάποιος το παραμικρό· αντίθετα! Διαθέτουμε επιστήμη και τεχνολογία που μπορούν να μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε στο δρόμο της ειρήνης και της αφθονίας, με την προϋπόθεση ότι δεν θα συμπεριφερόμαστε με ηλιθιότητα και παραλογισμό, σκίζοντας εμείς οι ίδιοι τις σάρκες μας. Το μήνυμα για τους φτωχούς και τους δυσαρεστημένους είναι να μην αδημονούν ούτε να σκοτώνουν τις χρυσοφόρες όρνιθες, που σίγουρα κάποια στιγμή θα γεννήσουν και γι’ αυτούς χρυσά αυγά! Και το μήνυμα για τους πλούσιους είναι πως πρέπει να επιδεικνύουν περισσότερη ευφυΐα και από καιρού εις καιρόν να συντρέχουν τους φτωχούς, μιας κι αυτός είναι ο τρόπος για να γίνουν ακόμη πλουσιότεροι.
Ο Gandhi αναφερόταν υποτιμητικά για το «όνειρο τόσο τέλειων συστημάτων που κανείς να μην χρειάζεται να είναι καλός».[…]
Αντί του Gandhi, δεν είναι προτιμότερο να ακούσουμε κάποιον από τους πιο επιφανείς οικονομολόγους του αιώνα μας, τον μεγάλο Λόρδο Keynes; Το 1930, εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, αισθάνθηκε την ανάγκη να συλλογιστεί τις «οικονομικές δυνατότητες για τα εγγόνια μας», συμπεραίνοντας πως μπορεί να μην ήταν και τόσο μακριά η μέρα που ο καθένας θα ήταν πλούσιος. Τότε, είπε, «για άλλη μια φορά θα εκτιμήσουμε και θα θέσουμε τους σκοπούς πάνω από τα μέσα προτιμώντας το καλό από το χρήσιμο». «Αλλά, προσέξτε», συνέχισε, «δεν ήρθε ακόμη ο καιρός για όλα αυτά. Για άλλα εκατό χρόνια τουλάχιστον χρειάζεται να υποκρινόμαστε απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους, πως το θεμιτό είναι αθέμιτο και το αθέμιτο θεμιτό· γιατί το αθέμιτο είναι χρήσιμο, ενώ το θεμιτό δεν είναι. Η απληστία, η δολιότητα και η δυσπιστία θα πρέπει να παραμείνουν για λίγο ακόμη οι θεοί μας. Επειδή αυτοί και μόνο αυτοί μπορούν να μας οδηγήσουν έξω από τη σκοτεινή σήραγγα της οικονομικής ένδειας στο φως της ημέρας».
[…] Σε κάθε περίπτωση το μήνυμα του Keynes είναι αρκετά ξεκάθαρο. Προσέξτε! Οι ηθικοί φραγμοί όχι μόνο δεν χρειάζονται, αλλά συνιστούν ένα πραγματικό εμπόδιο, «επειδή το αθέμιτο είναι χρήσιμο και το θεμιτό όχι». Δεν έφτασε ακόμη ο καιρός της αρετής. Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι στρωμένος με κακές προθέσεις.
Θα περάσω τώρα στην εξέταση αυτής της πρότασης, η οποία μπορεί να διαιρεθεί σε τρία μέρη:
Πρώτο: ότι η καθολική ευημερία είναι δυνατή.
Δεύτερο: ότι η επίτευξή της είναι δυνατή με βάση την υλιστική φιλοσοφία «ας πλουτίσουμε».
Τρίτο: ότι αυτός είναι ο δρόμος για την ειρήνη.
Το ερώτημα που θα πάρω ως αφετηρία της έρευνάς μου είναι προφανώς το εξής: υπάρχουν αρκετά αγαθά
ώστε να τα φέρνουμε βόλτα; Επ’ αυτού προκύπτει αμέσως μια σοβαρή δυσκολία: Τι σημαίνει «αρκετά»; Ποιος μπορεί να το πει; Όχι βέβαια ο οικονομολόγος που ανακηρύσσει την «οικονομική ανάπτυξη» ως υπέρτατη όλων των αξιών, αδυνατώντας να συλλάβει την έννοια του «αρκετά». Υπάρχουν κοινωνίες φτωχές που έχουν πραγματικά ελάχιστα· όμως η πλούσια κοινωνία που θα πει: «Έως εδώ, φτάνει! Έχουμε αρκετά», δεν υπάρχει.
Ας ξεχάσουμε προς στιγμήν αυτό το «αρκετά» και ας αρκεστούμε να εξερευνήσουμε την αύξηση της ζήτησης στις παγκόσμιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, που ανέρχεται καθώς ο καθένας απλά προσπαθεί να αποκτήσει «περισσότερα»…
Παίρνοντας σαν βάση μιαν αρκετά ήπια πληθυσμιακή
αύξηση των «πλουσίων» και μια διπλάσια σε ποσοστό πληθυσμιακή αύξηση των «φτωχών»… [ένας διερευνητικός υπολογισμός της χρήσης των καυσίμων μάς το αποκαλύπτει] είναι οι «πλούσιοι» και όχι οι «φτωχοί» εκείνοι που προκαλούν τη μεγαλύτερη ζημιά…
Είναι ξεκάθαρο ότι οι πλούσιοι έχουν βαλθεί να καρπωθούν μια και καλή την «προίκα» που παρέλαβε ο κόσμος σε σχετικά φτηνά και απλά καύσιμα. Η συνεχής οικονομική ανάπτυξη τούς υπαγορεύει να προβάλλουν όλο και πιο υπερφίαλες αξιώσεις, με αποτέλεσμα τα φτηνά και απλά καύσιμα της οικουμένης να ακριβαίνουν και να σπανίζουν, πολύ πριν οι φτωχές χώρες αποκτήσουν τον πλούτο, την εκπαίδευση, την βιομηχανική τεχνογνωσία και την συγκέντρωση του κεφαλαίου που χρειάζεται για την εφαρμογή της χρήσης εναλλακτικών καυσίμων σε οποιαδήποτε αξιόλογη κλίμακα…
Πήρα τα καύσιμα μόνο σαν παράδειγμα για να επεξηγήσω μια πολύ απλή θέση: ότι η οικονομική ανάπτυξη,
που από πλευράς οικονομίας, φυσικής, χημείας και τεχνολογίας φαίνεται απεριόριστη, αναγκαστικά θα καταλήξει σε αδιέξοδο αν ειδωθεί από τη σκοπιά των περιβαλλοντικών επιστημών. Μια στάση ζωής που επιζητά εκπλήρωση στο μονόπλευρο κυνηγητό του πλούτου –κοντολογίς τον υλισμό– δεν χωρά σε αυτό τον κόσμο, γιατί δεν εμπεριέχει καμμία περιοριστική αρχή, μολονότι το περιβάλλον μέσα στο οποίο υφίσταται είναι αυστηρά περιορισμένο. Ήδη το περιβάλλον πασχίζει να μας δώσει να καταλάβουμε πως ορισμένες από τις πιέσεις που δέχεται είναι υπερβολικές. Εκεί που «λύνεται» το ένα πρόβλημα, δέκα καινούργια αναφύονται σαν αποτέλεσμα αυτής της πρώτης «λύσης». Όπως τόνιζε ο καθηγητής Barry Commoner, τα νέα προβλήματα δεν αποτελούν απόρροια κάποιας συμπτωματικής αποτυχίας, αλλά των επιτευγμάτων της τεχνολογίας.
Εδώ ωστόσο, για άλλη μια φορά, πολλοί θα επιμείνουν να συζητηθούν αυτά τα θέματα αποκλειστικά πάνω στη βάση της αισιοδοξίας και της απαισιοδοξίας, ενώ οι ίδιοι θα περηφανεύονται και θα αισιοδοξούν πως «η επιστήμηθα βρει το δρόμο». Θα μπορούσαν να έχουν δίκιο μονάχα στην περίπτωση, θα έλεγα, που υπάρχει μια συνειδητή και θεμελιώδης αλλαγή στην κατεύθυνση της επιστημονικής προσπάθειας. Η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας τα τελευταία εκατό –και πλέον– χρόνια ήταν τέτοια που οι κίνδυνοι πολλαπλασιάστηκαν ταχύτερα από τις ευκαιρίες…
Βρίσκουμε, λοιπόν, πως η ιδέα μιας απεριόριστης οικονομικής ανάπτυξης, όλο και μεγαλύτερης ώσπου να επέλθει κορεσμός σε πλούτο, χρειάζεται να τεθεί σοβαρά σε αμφισβήτηση αν μη τι άλλο ως προς δύο παραμέτρους: την διαθεσιμότητα των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και, εναλλακτικά ή επί πλέον, την ικανότητα του περιβάλλοντος να ανταπεξέλθει στο μέγεθος της ενεχόμενης παρέμβασης. Αυτά σε ότι αφορά την φυσική-υλική όψη του θέματος. Ας περάσουμε τώρα σε κάποιες όχι και τόσο υλικές όψεις.
Δεν χωράει αμφιβολία πως η ιδέα του πλουτισμού του ατόμου ασκεί μια ισχυρή έλξη στην ανθρώπινη φύση. Ο Keynes, στο δοκίμιο από το οποίο παρέθεσα ήδη αποσπάσματα, μας συμβουλεύει πως δεν είναι ακόμα καιρός για «επιστροφή σε κάποιες από τις πιο θετικές και σταθερές αρχές της θρησκείας και της παραδοσιακής αρετής, όπου η απληστία είναι ανήθικη, η τοκογλυφία καταδικάζεται και η φιλοχρηματία θεωρείται απεχθής».
Η οικονομική πρόοδος, συμβούλευε, γίνεται εφικτή μόνο αν ενεργοποιήσουμε τα ισχυρά ανθρώπινα ορμέμφυτα της ιδιοτέλειας, απέναντι στα οποία τόσο η θρησκεία όσο και η παραδοσιακή σοφία σε όλο τον κόσμο μας προτρέπουν να αντιστεκόμαστε. Η σύγχρονη οικονομία έχει σαν κινητήρια δύναμη μια φρενήρη απληστία συνοδευόμενη από ένα όργιο φθόνου, χαρακτηριστικά που δεν είναι τυχαία, αφού αποτελούν τις πρωταρχικές αιτίες της επιτυχούς της εξάπλωσης. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτού του είδους τα αίτια μπορούν να είναι επί μακρόν αποτελεσματικά ή κλείνουν εντός τους τα σπέρματα της καταστροφής. Υποστηρίζοντας ο Keynes πως το «αθέμιτο είναι χρήσιμο ενώ το θεμιτό όχι», εκφέρει μια κρίση που ενδέχεται να είναι σωστή ή λαθεμένη ή να φαίνεται σωστή βραχυπρόθεσμα και να αποδεικνύεται εσφαλμένη μακροπρόθεσμα. Ποια είναι η αλήθεια;
Πιστεύω πως υπάρχουν πια αρκετά στοιχεία που αποδεικνύουν πως μια τέτοια κρίση είναι λαθεμένη από μια άμεση όσο και πρακτική άποψη. Η συστηματική καλλιέργεια των ανθρώπινων ελαττωμάτων, όπως είναι η απληστία και ο φθόνος, φέρει σαν αναπόφευκτη συνέπεια ούτε λίγο ούτε πολύ την κατάρρευση του στοιχείου της διάνοιας. Ο άνθρωπος που υποκινείται από την απληστία ή τον φθόνο χάνει την ικανότητα να βλέπει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, στην σφαιρικότητα και την ολότητά τους κι έτσι οι ίδιες οι επιτυχίες του καταντούν αποτυχίες. Αν ολόκληρες κοινωνίες μολυνθούν από αυτά τα ελαττώματα, μπορεί όντως να καταδεικνύουν καταπληκτικά επιτεύγματα, ενώ από την άλλη θα καθίστανται όλο και πιο ανίκανες να επιλύουν τα πιο ουσιώδη προβλήματα καθημερινής διαβίωσης. Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν μπορεί να αυξάνεται ταχύτατα, σύμφωνα όμως με τις μετρήσεις των στατιστικολόγων κι όχι σύμφωνα με τις εμπειρίες των πραγματικών ανθρώπων, που βιώνουν το άγχος μιας αυξανόμενης απογοήτευσης, αλλοτρίωσης, ανασφάλειας κ.ο.κ. Ύστερα από λίγο ακόμη και το ακαθάριστο εθνικό προϊόν δεν θα μπορεί να αυξηθεί περισσότερο, όχι λόγω κάποιας επιστημονικής ή τεχνολογικής αποτυχίας, αλλά εξ αιτίας της υφέρπουσας παράλυσης από την α-συν-εργασία, εκφρασμένης με διάφορες τάσεις φυγής, όχι μόνο από πλευράς των υφιστάμενων την καταπίεση και την εκμετάλλευση, αλλά και από τις κατ’ εξοχήν προνομιούχες ομάδες…
Αυτό που υποστηρίζω είναι, πως τα θεμέλια της ειρήνης δεν χτίζονται με την καθολική ευημερία, με την έννοια που της προσδίδουμε σήμερα, αφού μια τέτοια ευημερία επιτυγχάνεται, εάν βέβαια είναι ποτέ δυνατόν να επιτευχθεί, μόνον υποδαυλίζοντας ορμές της ανθρώπινης φύσης, όπως η απληστία και ο φθόνος, οι οποίες είναι καταστρεπτικές για την διανόηση, την ευτυχία, τη γαλήνη και συνεπώς την ειρήνη στον άνθρωπο. Πιθανότατα οι πλούσιοι είναι εκείνοι που πολύ περισσότεροαπ’ ότι οι ενδεείς, θεωρούν την ειρήνη σαν ανεκτίμητοθησαυρό, άπαξ βέβαια και αυτή συνοδεύεται από το αίσθημα της ασφάλειας, γεγονός που από μόνο του συνιστά σχήμα οξύμωρο. Η ευμάρειά τους συνδέεται με τιςυπέρμετρα μεγάλες αξιώσεις τους στις περιορισμένες πηγές πλούτου που διαθέτει ο πλανήτης κι αυτό τους οδηγείσε μια πορεία αναπόφευκτης σύγκρουσης, όχι κυρίως μετους φτωχούς (που είναι αδύναμοι και ανυπεράσπιστοι),όσο με τους άλλους πλούσιους.
Εν συντομία μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε πωςο άνθρωπος παραείναι έξυπνος ώστε να μπορεί να επιβιώνει χωρίς γνώση. Κανείς δεν εργάζεται πραγματικά για την ειρήνη, εκτός κι αν εργάζεται πρώτα και κύρια για την αποκατάσταση της γνώσης. Η θέση πως το «αθέμιτο είναι χρήσιμο ενώ το θεμιτό όχι» βρίσκεται στον αντίποδα της γνώσης. Η ελπίδα πως η επιδίωξη της αγαθότητας και της αρετής μπορεί να αναβληθεί μέχρι την επίτευξη της καθολικής ευημερίας και πως με την στενοκέφαλη επιδίωξη του πλούτου, και χωρίς να νοιαζόμαστε για θέματα πνευματικά και ηθικά, μπορούμε να αποκαταστήσουμε ειρήνη στη γη, αποτελεί μια εξωπραγματική, αντιεπιστημονική και παράλογη προσδοκία. Ο αποκλεισμός της γνώσης από την οικονομία, την επιστήμη και την τεχνολογία είναι κάτι το οποίο θα μπορούσαμε προσωρινά να αντιμετωπίσου με εφ’ όσον δεν θα είχαμε επιτύχει κάτι σχετικά αξιόλογο.Τώρα όμως, που έχουμε πετύχει τόσα πολλά, το ζήτημα της πνευματικής και ηθικής αλήθειας περνά σε πρώτη μοίρα.[…]
Τι είναι αυτό που πραγματικά ζητάμε από τους επιστήμονες και τους ειδικούς της τεχνολογίας; Εκείνο που θα απαντούσα είναι ότι χρειαζόμαστε μεθόδους και εξοπλισμό που να είναι αρκετά φτηνός ώστε να είναι πράγματι προσιτός στον καθένα, κατάλληλος για μικρής κλίμακας εφαρμογές και συμβατός με την ανάγκη του ανθρώπου για δημιουργία. Από τα τρία αυτά χαρακτηριστικά γεννιέται η μη βία και μια σχέση του ανθρώπου προς τη φύση που εγγυάται την διάρκεια. Έστω κι ένα από αυτά τα τρία να παραμεληθεί, τα πράγματα θα πάνε στραβά. Ας τα δούμε, όμως, ένα προς ένα.
Μέθοδοι και μηχανές αρκετά φτηνές ώστε να είναι πράγματι προσιτές στον καθένα –γιατί θα έπρεπε να προεξοφλούμε πως οι επιστήμονες και οι τεχνολόγοι μας είναι ανίκανοι να τις επινοήσουν; Πρωταρχική έγνοια για τον Gandhi ήταν τα ακόλουθα: «Θέλω τα σιωπηλά εκατομμύρια της χώρας μας να είναι υγιή και ευτυχισμένα, και επιθυμώ να τα βλέπω να αναπτύσσονται πνευματικά… Εάν νοιώθουμε την ανάγκη για μηχανές, είναι σίγουρο πως θα τις αποκτήσουμε. Κάθε μηχανή που θα βοηθούσε τον καθένα έχει τη θέση της», είπε, «κι εντούτοις δεν πρέπει να υπάρχει θέση για μηχανές που συγκεντρώνουν τη δύναμη στα χέρια λίγων, μετατρέποντας τις μάζες σε απλούς φροντιστές μηχανών, αν δεν τους στερούν και αυτή την ίδια τη δουλειά.»
«Αν υποτεθεί πως εφευρέτες και μηχανικοί», παρατηρούσε ο Aldus Huxley, «αναλάμβαναν να παρέχουν στους απλούς ανθρώπους τα μέσα να «επιτελούν ωφέλιμο και ουσιαστικό έργο, ώστε άντρες και γυναίκες να μην εξαρτώνται από αφεντικά παρά να γίνονται οι ίδιοι εργοδότες του εαυτού τους ή μέλη μιας αυτοδιοικούμενης συνεργατικής ομάδας, που να δουλεύει τόσο για τις δικές της ανάγκες όσο και μιας τοπικής αγοράς… η διαφορετικά προσανατολισμένη αυτή πρόοδος [θα κατέληγε σε] μια βαθμιαία αποκέντρωση του πληθυσμού, της χρήσης του εδάφους, της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, της πολιτικής και οικονομικής δύναμης». Άλλα πλεονεκτήματα, έλεγε ο Huxley, θα ήταν «μια ζωή πιο ανθρώπινη για τους περισσότερους, […]και η ευλογία της απελευθέρωσης των ενηλίκων από τη σαχλή, φθοροποιό αγωγή που τους παρέχεται από τους φορείς της μαζικής παραγωγής καταναλωτικών αγαθών μέσω της διαφήμισης.»
[…] Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η καταλληλότητα για εφαρμογές μικρής κλίμακας. Το πρόβλημα της «κλίμακας» αναλύεται εξαιρετικά και εμπεριστατωμένα από τον καθηγητή Leopold Kohr· η σημασία του σε ότι αφορά την οικονομία της διάρκειας είναι ολοφάνερη. Το φυσικό περιβάλλον κινδυνεύει πάντα λιγότερο από μικρής κλίμακας έργα, οσοδήποτε πολλά κι αν είναι, παρά από έργα μεγάλης κλίμακας, γιατί απλούστατα η επίδραση καθενός από τα πρώτα είναι μηδαμινή σε σύγκριση με τις αναπλαστικές δυνάμεις της φύσης. Μέσα στο μικρό ενυπάρχει σοφία, έστω και μόνο εξ αιτίας του γεγονότος ότι η ανθρώπινη γνώση από μόνη της είναι μικρή και αποσπασματική και στηρίζεται μάλλον στον πειραματισμό παρά στην κατανόηση. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος συνεχίζει να προκύπτει από την αλόγιστη εφαρμογή σε τεράστια κλίμακα αποσπασματικής γνώσης, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα με την εφαρμογή της πυρηνικής ενέργειας, της νέας χημείας στη γεωργία, στην τεχνολογία των μεταφορών και σε αμέτρητες άλλες περιπτώσεις.
Μολονότι ακόμη και οι μικρές κοινότητες είναι ορισμένες φορές υπαίτιες για την πρόκληση κάποιας σοβαρής διάβρωσης, σαν αποτέλεσμα γενικότερα της άγνοιας, τούτο είναι αμελητέο μπροστά στις καταστροφές που προκαλούν τεράστια συγκροτήματα με κίνητρο την απληστία, τον φθόνο και το πάθος για εξουσία. Είναι λίγο-πολύ προφανές πως άνθρωποι οργανωμένοι σε μικρές μονάδες φροντίζουν καλύτερα το χωράφι τους ή τους όποιους άλλους φυσικούς πόρους απ’ ότι οι ανώνυμες εταιρίες ή οι αρχομανείς κυβερνήσεις που έχουν πείσει τον εαυτό τους πως ολόκληρο το σύμπαν αποτελεί κληρονομιά και νόμιμο τσιφλίκι τους.
Η τρίτη προϋπόθεση –πως οι μέθοδοι και τα μηχανήματα πρέπει να αφήνουν μεγάλο περιθώριο για ανθρώπινη δημιουργία– είναι ίσως και η σπουδαιότερη απ’ όλες. Τα τελευταία εκατό χρόνια κανένας δεν έχει μιλήσει σε τόσο έντονο και προειδοποιητικό τόνο αναφορικά με αυτό το θέμα όσο οι Ποντίφικες της Ρώμης. Τί θα απογίνει ο άνθρωπος αν η παραγωγική διαδικασία αφαιρέσει από την εργασία κάθε ίχνος ανθρωπιάς, καταντώντάς την μια σκέτη μηχανική δραστηριότητα; Ο ίδιος ο εργάτης μετατρέπεται σε κακέκτυπο μιας ελεύθερης ύπαρξης. «Κι έτσι η χειρωνακτική εργασία», έλεγε ο πάπας Πίος ΙΑ΄, «που ακόμη και μετά το προπατορικό αμάρτημα η Θεία Πρόνοια όρισε να είναι για το καλό του σώματος και της ψυχής του ανθρώπου, σε πολλές περιπτώσεις έχει εκφυλιστεί σε όργανο διαστροφής· γιατί από το εργοστάσιο μπορεί η άψυχη ύλη να εξέρχεται βελτιωμένη, όμως εκεί οι άνθρωποι διαφθείρονται και εξαχρειώνονται».
Και πάλι το θέμα είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορώ παρά απλά να το θίξω. Αυτό που χρειάζεται πάνω από οτιδήποτε άλλο είναι μια ορθή φιλοσοφική άποψη για την εργασία, ώστε η εργασία να νοείται όχι όπως έχει καταντήσει πραγματικά, δηλαδή σαν μια απάνθρωπη αγγαρεία που θα πρέπει να αντικατασταθεί από την αυτοματοποίηση, αλλά σαν κάτι που «η Θεία Πρόνοια θέσπισε για το καλό του σώματος και της ψυχής του ανθρώπου». Παράλληλα με την οικογένεια, η εργασία και οι σχέσεις που δημιουργούνται στον εργασιακό τομέα συνιστούν τα αληθινά θεμέλια της κοινωνίας. Αν τα θεμέλια είναι σαθρά, πως θα μπορέσει η κοινωνία να είναι υγιής; Και αν η κοινωνία νοσεί, πώς να μην εγκυμονεί κινδύνους για την ειρήνη;
«Ο πόλεμος», υποστήριζε η Dorothy L. Sayers, «είναι μια κρίση που πλήττει τις κοινωνίες όταν οι ιδέες από τις οποίες εμφορούνται συγκρούονται έντονα με τους κυβερνώντες νόμους του σύμπαντος. […] Μη θαρρείτε πως οι πόλεμοι είναι παράλογες καταστροφές: ξεσπούν όταν εσφαλμένοι τρόποι σκέψης και ζωής οδηγούν σε ανυπόφορες καταστάσεις. Στο οικονομικό επίπεδο, ο λαθεμένος τρόπος ζωής συνίσταται στην συστηματική καλλιέργεια της απληστίας και του φθόνου και στην συνακόλουθη ακατάσχετη συσσώρευση πλασματικών αναγκών. Το αμάρτημα της απληστίας είναι αυτό που μας έχει παραδώσει στην κυριαρχία των μηχανών. Αν δεν ήταν η απληστία αυτή που κυβερνά τον σύγχρονο άνθρωπο -υποβοηθούμενη από τον φθόνο- πώς συμβαίνει να μην υποχωρεί αυτή η μανία του οικονομισμού με την άνοδο του «βιοτικού επιπέδου» και να είναι ακριβώς οι πιο πλούσιες κοινωνίες εκείνες που πολεμούν πιο αμείλικτα για την διασφάλιση των πλεονεκτημάτων τους; Πώς θα μπορούσε άραγε να εξηγηθεί η καθολική σχεδόν άρνηση εκ μέρους των κυβερνητών των πλουσίων κοινωνιών –είτε αυτές βασίζονται στο σύστημα της ιδιωτικής επιχείρησης είτε της κολεκτίβας– να συμβάλουν στον εξανθρωπισμό της εργασίας; Φτάνει κάποιος να ισχυριστεί πως κάτι πιθανόν να μείωνε το «βιοτικό επίπεδο», για να πάψει αυτοστιγμεί η οποιαδήποτε επ’ αυτού συζήτηση. Το ότι η ψυχοφθόρος, άσκοπη, μηχανική, μονότονη εργασία αποτελεί μια ύβρη απέναντι στην ανθρώπινη φύση, που αναγκαστικά και αναπότρεπτα γεννάει μια τάση για φυγή ή επίθεση, και ότι κανενός είδους προσφορά «άρτου και θεαμάτων» δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη ζημιά που έχει γίνει, όλα αυτά είναι γεγονότα, που ούτε διαψεύδονται ούτε αναγνωρίζονται, αλλά αντιμετωπίζονται με μια απαραβίαστη συνομωσία σιωπής. Γιατί η άρνησή τους θα ήταν ένας εντελώς προφανής παραλογισμός, ενώ η αναγνώρισή τους θα καταδίκαζε την βασική ενασχόληση της σύγχρονης κοινωνίας σαν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Η παραμέληση και η ουσιαστική απόρριψη της γνώσης έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που η πλειοψηφία των διανοουμένων μας δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το τί θα μπορούσε να σημαίνει αυτός ο όρος. Σαν αποτέλεσμα, αυτό που επιχειρείται διαρκώς είναι η θεραπεία της αρρώστιας ενισχύοντας τις αιτίες της. Όταν πια έχει προκληθεί η αρρώστια, αφού η εξυπνάδα αφέθηκε να αντικαταστήσει τη γνώση, και παρά το πλήθος των έξυπνων πειραμάτων, θεραπεία δεν μπορεί να υπάρξει. Τι, όμως, είναι η γνώση; Πού βρίσκεται; Εδώ φτάνουμε στην καρδιά του θέματος· μπορεί να έχουμε διαβάσει για αυτήν σε άπειρα
δημοσιεύματα, εκεί που βρίσκεται όμως είναι αποκλειστικά μέσα μας. Για να μπορέσουμε να τη βρούμε, χρειάζεται πρώτα να απελευθερώσουμε τον εαυτό μας από τέτοιου είδους αφέντες, όπως η απληστία και ο φθόνος. Στην ηρεμία που ακολουθεί την απελευθέρωση –έστω και στιγμιαία μόνο– δημιουργείται η ενορατική γνώση, που διαφορετικά δεν θα ήταν εφικτή…
Αυτή μας βοηθά να δούμε την κενότητα και την ουσιαστική ανεπάρκεια μιας ζωής προσανατολισμένης κατά κύριο λόγο στην επιδίωξη υλικών στόχων, όπου το πνεύμα παραμελείται. Μια τέτοια ζωή αναπόφευκτα στρέφει τον άνθρωπο ενάντια στον συνάνθρωπό του και οδηγεί τα έθνη να στρέφονται το ένα ενάντια στο άλλο, καθ’ ότι οι ανάγκες του ανθρώπου άπειρες, και η απειροσύνη μόνο στη σφαίρα του πνεύματος είναι εφικτή, ποτέ στο υλικό πεδίο. Ο άνθρωπος βέβαια νιώθει την ανάγκη της ανύψωσης πάνω από τον πεζό τούτο «κόσμο» και η γνώση είναι αυτή που του δείχνει τον τρόπο για να το επιτύχει.
Χωρίς τη γνώση οδηγείται στην οικοδόμηση μιας τερατώδους όσο και καταστρεπτικής για τον κόσμο οικονομίας, κυνηγώντας εκπληκτικά επιτεύγματα, όπως η αποβίβαση ανθρώπου στη Σελήνη. Αντί να υπερβεί τα «γήινα»…, προσπαθεί να τα ξεπεράσει επιδεικνύοντας την υπεροχή του στον πλούτο και στη δύναμη, στο επίπεδο της επιστήμης ή πραγματικά σε κάθε «σπορ» που μπορεί κάποιος να φανταστεί.
Αυτά είναι τα πραγματικά αίτια του πολέμου κι αποτελεί χίμαιρα να προσπαθούμε να θέσουμε τα θεμέλια της ειρήνης, χωρίς να καταργήσουμε πρώτα αυτά τα αίτια. Από την άλλη, είναι δύο φορές χίμαιρα η οικοδόμηση της ειρήνης πάνω σε οικονομικές βάσεις που στηρίζονται στην συστηματική καλλιέργεια της απληστίας και του φθόνου, αυτές ακριβώς τις δυνάμεις που οδηγούν τους ανθρώπους στις συγκρούσεις.
Πώς μπορούμε έστω να αρχίσουμε με την εξουδετέρωση της απληστίας και του φθόνου; Ίσως, όντας λιγότερο άπληστοι και ζηλόφθονοι εμείς οι ίδιοι· ίσως αντιστεκόμενοι στον πειρασμό να επιτρέπουμε στα είδη πολυτελείας να γίνονται είδη πρώτης ανάγκης· κι ίσως ακόμη περνώντας κάτω από το μικροσκόπιο τις ανάγκες μας για να δούμε μήπως μπορούν να απλοποιηθούν και να περιοριστούν. Αν δεν έχουμε τη δύναμη να κάνουμε κάτι απ’όλα αυτά, ας σταματήσουμε, αν μη τι άλλο, να επικροτούμε μια τέτοια οικονομική «πρόοδο» που σαφώς στερείται προϋποθέσεων διάρκειας.[…]
Αποσπάσματα από το βιβλίο του
Ε. F. Schumacher
Το Μικρό Είναι Όμορφο, Κεφάλαιο Β΄ (1973)
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.163, Σεπτέμβριος 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το blog TEO O ΜΑΣΤΟΡΑΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διάφορα ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δική σας ενημέρωση.