Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
Δημιουργισμός είναι η δογματική, δηλαδή η αναπόδεικτη επιστημονικά θρησκευτική πεποίθηση ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός όλων των υλικών και άυλων φαινομένων του Σύμπαντος και με τη θαυματουργό παρέμβασή Του μπορεί να καθορίζει ή να αλλάζει κατά βούληση τη δυναμική των φυσικών και των ανθρώπινων πραγμάτων.
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι ο Δημιουργισμός είναι ένα θρησκευτικό-πολιτισμικό φαινόμενο που περιορίζεται στις ΗΠΑ.
Δεν είναι όμως έτσι. Μολονότι εμφανίστηκε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού πριν από έναν αιώνα, την τελευταία δεκαετία έχει μεταφερθεί και εξαπλώνεται ταχύτατα στη γηραιά ήπειρο.
Βέβαια, στην Ευρώπη αυτά τα φαινόμενα δεν είναι -για την ώρα!- τόσο μαζικά και οργανωμένα όσο στις ΗΠΑ: σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες ο δημιουργισμός εκδηλώνεται μόνο σε περιθωριακές θρησκευτικές κοινότητες, ενώ σε άλλες ασκεί μεγαλύτερη επιρροή.
Πάντως, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα ανήσυχο γι’ αυτές τις εξελίξεις και θεωρεί ήδη ως απειλή για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό την ενδεχόμενη διάδοση τέτοιων μισαλλόδοξων σκοταδιστικών ιδεών.
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα είναι φανερό ότι οι θεοσεβούμενοι πολίτες των ΗΠΑ είχαν και εξακολουθούν να έχουν ένα σοβαρό πρόβλημα με τις εξελικτικές ιδέες.
Ομως δεν είναι οι μόνοι· στις χώρες της Λατινικής Αμερικής υπάρχει ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός ανθρώπων που είναι πεπεισμένοι ότι τα έμβια όντα δεν εξελίσσονται ποτέ, αλλά είναι το προϊόν θεϊκής δημιουργίας.
Ο Δημιουργισμός, πάντως, δεν περιορίζεται στην αμερικανική ήπειρο, αφού επί αιώνες αποτελούσε την κυρίαρχη λαϊκή κοσμοθεώρηση όλων των μονοθεϊστικών θρησκειών: εβραϊκής, χριστιανικής και μουσουλμανικής.
Στη γειτονική μας Τουρκία, για παράδειγμα, μόνον ένας στους τέσσερις υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι ενδέχεται να έχουν κοινούς προγόνους με τα άλλα ζωικά είδη.
Και θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι η Τουρκία είναι η μοναδική χώρα στην ευρωπαϊκή ήπειρο όπου ανθεί ο δημιουργισμός.
Σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές μελέτες, μικρές κοινότητες χριστιανών δημιουργιστών εμφανίζονται, όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, σε Σκανδιναβία, Κάτω Χώρες, Ρωσία, Πολωνία, Βουλγαρία, αλλά και στην Ελλάδα.
Τον Νοέμβριο του 2006 εμφανίστηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Nature» η πρώτη σοβαρή μελέτη των Almut Graebsch και Quirin Schiermeier στην οποία αναφέρονταν παραδείγματα από γερμανικά σχολεία όπου διδάσκονταν οι αντιεπιστημονικές απόψεις των δημιουργιστών· στην Ιταλία, επίσης, όπου η τότε υπουργός παιδείας Letizia Moratti αφαίρεσε τη διδασκαλία της εξελικτικής θεωρίας από τη μέση εκπαίδευση προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία μια οργάνωση υπέρ του δημιουργισμού που ονομάζεται «Truth in Science» έστελνε στα βρετανικά σχολεία πληροφοριακό υλικό κατά της εξελικτικής θεωρίας.
Ποια είναι, όμως, τα βασικά «επιστημονικά» επιχειρήματα των δημιουργιστών και πώς αυτά αντικρούονται από τα δεδομένα της εξελικτικής βιολογίας;
Πριν παρουσιάσουμε αναλυτικά τις θέσεις των σύγχρονων δημιουργιστών θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο δημιουργισμός δεν είναι μια στατική και αμετάβλητη στον χρόνο αντιεξελικτική άποψη· αντίθετα, προσαρμόζεται και οικειοποιείται επιλεκτικά τα δεδομένα που συσσωρεύει η επιστημονική έρευνα, διαστρέφοντας το πραγματικό νόημά τους.
Ετσι, θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει την πρώτη γενιά δημιουργιστών, οι οποίοι στις αρχές του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ προκάλεσαν τη «δίκη του πιθήκου», από τη δεύτερη γενιά, που υποστηρίζει ότι είναι απολύτως νόμιμη η «επιστημονική ερμηνεία» της Βίβλου και συνεπώς οι απόψεις των πιστών έχουν ίσα δικαιώματα να διδάσκονται σε σχολεία και πανεπιστήμια με τις απόψεις των εξελικτικών βιολόγων.
Ο ευφυής σχεδιασμός
Η τρίτη και πιο πρόσφατη γενιά δημιουργιστών είναι ένα πιο επιστημονικοφανές ρεύμα, το οποίο εκμεταλλευόμενο τα γνωστικά κενά και την προσωρινή αδυναμία εξήγησης ορισμένων εξελικτικών φαινομένων διατείνεται ότι η θεωρία της εξέλιξης όχι μόνο δεν αποτελεί επαρκή επιστημονική εξήγηση, αλλά ότι είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη.Συνεπώς, υποστηρίζουν, η επίκληση ενός πάνσοφου δημιουργού και σχεδιαστή είναι όχι μόνον επιστημονικά θεμιτή αλλά αναγκαία!
Μήπως τελικά έχουν δίκιο; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να εξετάσουμε αναλυτικά τα τέσσερα βασικά επιχειρήματα των σύγχρονων δημιουργιστών:
1. Η εξέλιξη είναι μόνο μία θεωρία και όχι φυσικός νόμος. Με αυτό το επιχείρημα οι δημιουργιστές συσκοτίζουν τη θεμελιώδη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μία επιστημονική υπόθεση και μία επιστημονική θεωρία.
Τόσο από γνωσιολογική όσο και από μεθοδολογική άποψη, «θεωρία» είναι η επαρκώς επιβεβαιωμένη εξήγηση ορισμένων φυσικών φαινομένων, η οποία βασίζεται σε εμπειρικά δεδομένα και παρατηρήσεις που ενισχύουν ή διαψεύδουν τις αρχικές υποθέσεις.
Συνεπώς, όταν οι επιστήμονες μιλάνε για την εξελικτική θεωρία, για την ατομική θεωρία ή για τη θεωρία της σχετικότητας, δεν υπονοούν καθόλου ότι υπάρχουν επιφυλάξεις για την αλήθεια της συγκεκριμένης θεωρίας.
2. Η φυσική επιλογή βασίζεται σε ένα κυκλικό επιχείρημα: επιβιώνουν οι πιο προσαρμοσμένοι και θεωρούνται πιο προσαρμοσμένοι αυτοί που επιβιώνουν.
Η «επιβίωση του καταλληλότερου» είναι μια κοινότοπη και εκλαϊκευτική εκδοχή της περίπλοκης διεργασίας της φυσικής επιλογής. Μία πιο ακριβής περιγραφή θα απαιτούσε την αναφορά στις διαφοροποιήσεις ως προς την ικανότητα επιβίωσης και της αναπαραγωγής ορισμένων ατόμων ενός πληθυσμού ο οποίος ζει σε συγκεκριμένο περιβάλλον.
Πράγματι, αντί για την ασαφή και γενικόλογη «προσαρμογή του καταλληλότερου», οι σύγχρονοι εξελικτικοί βιολόγοι θωρούν την «αρμοστικότητα» ως ένα πολύ πιο ασφαλές μέτρο ή κριτήριο της εξελικτικής επιτυχίας: το πώς δηλαδή ορισμένα ιδιαίτερα και παρατηρήσιμα βιολογικά χαρακτηριστικά συμβάλλουν στην επιβίωση και την αναπαραγωγική επιτυχία των ατόμων ενός πληθυσμού.
3. Η εξέλιξη δεν είναι επιστημονική θεωρία, επειδή αναφέρεται σε μοναδικά και μη επαναλαμβανόμενα ιστορικά γεγονότα, φαινόμενα που δεν μπορούν ούτε να επιβεβαιωθούν ούτε να διαψευσθούν. Αυτό το επιχείρημα παραβλέπει σκοπίμως το γεγονός ότι υπάρχει σαφής διαφορά ανάμεσα στις «μικροεξελικτικές» και τις «μακροεξελικτικές» διεργασίες που από κοινού διαμορφώνουν όλα τα εξελικτικά φαινόμενα.
Οι μικροεξελικτικές διεργασίες περιγράφουν τις αλλαγές που συντελούνται στην πορεία του χρόνου στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου ζωικού είδους, ενώ οι μακροεξελικτικές διεργασίες περιγράφουν το πώς σχετίζονται μεταξύ τους και πώς αλλάζουν στον χρόνο οι ευρύτερες ταξινομικές ομάδες.
Είναι -ή μάλλον θα έπρεπε να είναι- σαφές ότι πρόκειται για δύο διακριτές εξελικτικές διεργασίες: η μικροεξέλιξη αφορά τις τρέχουσες εξελικτικές αλλαγές που καταγράφονται σε ένα είδος, ενώ τα μακροεξελικτικά γεγονότα είναι ευρύτερες αλλαγές ιστορικού χαρακτήρα, που καταγράφονται στα παλαιοντολογικά απολιθώματα.
Η σύγχρονη εξελικτική θεωρία θεωρείται επαρκώς επιβεβαιωμένη επειδή ακριβώς στηρίζεται σε μικροεξελικτικά όσο και σε μακροεξελικτικά δεδομένα.
Αν, αντίθετα, από την ανάλυση των μικρο- ή των μακρο-εξελικτικών δεδομένων προέκυπτε ότι τα περισσότερα είδη οργανισμών δεν σχετίζονται μεταξύ τους, ούτε και έχουν κάποια κοινά βιολογικά χαρακτηριστικά, τότε (και μόνο τότε) η εξελικτική θεωρία θα διαψευδόταν από τις μέχρι σήμερα παρατηρήσεις.
Και μολονότι τα επιμέρους βιολογικά φαινόμενα είναι ιστορικά και μοναδικά, η γενική θεωρία που περιγράφει την εξέλιξή τους είναι επιστημονική, διότι είναι επαρκώς επιβεβαιωμένη και δυνητικά διαψεύσιμη!
4. Αν το ανθρώπινο είδος προήλθε από τους πιθήκους, τότε γιατί υπάρχουν ακόμα πίθηκοι; Αυτό το συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα μας αποκαλύπτει το μέγεθος της επιστημονικής σύγχυσης των δημιουργιστών. Κατ’ αρχάς, η εξελικτική θεωρία δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι οι άνθρωποι κατάγονται ή προήλθαν από τους πιθήκους.
Οι εξελικτικοί βιολόγοι υποστηρίζουν, αντίθετα, ότι τόσο οι άνθρωποι όσο και οι μεγάλοι ή ανθρωποειδείς πίθηκοι προήλθαν αμφότεροι από έναν κοινό πρόγονο, ο οποίος ζούσε στην Αφρική πριν από 6-7 εκατομμύρια χρόνια.
Εκτοτε, αυτοί οι δύο εξελικτικά συγγενείς -αλλά διακριτοί!- κλάδοι των ανώτερων θηλαστικών εξελίχθηκαν παράλληλα, ακολουθώντας ο καθένας τη δικιά του ιδιαίτερη και μοναδική πορεία.
Το μοιραίο σφάλμα του επιχειρήματος των δημιουργιστών είναι ότι, θέλοντας να κατανοήσουν και, κυρίως, να επιβεβαιώσουν τη μοναδικότητα του ανθρώπινου είδους, καταφεύγουν σε υπερφυσικές εξηγήσεις.
Λες και η διαχρονικά απάνθρωπη και καταστροφική συμπεριφορά του είδους μας δικαιολογείται ή νομιμοποιείται αν την αποδώσουμε σ’ έναν... πάνσοφο Δημιουργό.
Η παπική «αναβάθμιση» της εξελικτικής θεωρίας
Μιλώντας στην Ποντιφική Ακαδημία των Επιστημών, στις 27-10-2014, ο Πάπας Φραγκίσκος έκρινε απαραίτητο να υπογραμμίσει το εξής: «Ο Θεός δεν είναι ένας θείος πρωτοτεχνίτης ή ένας μάγος, αλλά ο Δημιουργός που δίνει οντότητα σε όλες τις υπάρξεις.
»Η απαρχή του κόσμου δεν είναι έργο του χάους που οφείλει σε κάτι άλλο την προέλευσή του, αλλά προέρχεται άμεσα από την υπέρτατη Αρχή που δημιουργεί από αγάπη».
«Διαβάζοντας στο βιβλίο της “Γένεσης”», συνέχισε ο Πάπας, «τη διήγηση της Δημιουργίας, υπάρχει ο κίνδυνος να φανταστούμε τον Θεό σαν έναν ταχυδακτυλουργό που με το μαγικό ραβδάκι στο χέρι μπορεί να κάνει οτιδήποτε.
»Ομως, δεν είναι έτσι. Δημιούργησε τα έμβια όντα και τα άφησε να εξελιχθούν σύμφωνα με τους εσωτερικούς νόμους που Αυτός έδωσε στο καθένα, ώστε από μόνα τους να αναπτυχθούν και να επιτύχουν την πληρότητα της ύπαρξής τους».
Εξ ου και η προτροπή που απηύθυνε, στο τέλος της ομιλίας του, σε όλους τους επιστήμονες -χριστιανούς και μη- να συμμετέχουν ενεργά στη διατήρηση της δημιουργίας και με το έργο τους «να συμβάλουν στην κατασκευή ενός πιο ανθρώπινου κόσμου για όλους και όχι για μια ομάδα ή τάξη προνομιούχων».
Αυτές οι βαρυσήμαντες δηλώσεις του Πάπα έρχονται, φαινομενικά τουλάχιστον, σε ρήξη με την καθιερωμένη εκκλησιαστική παράδοση που, εδώ και αιώνες, επέβαλλε την απόρριψη -ενίοτε και την καταδίκη!- κάθε αμιγώς φυσικής-επιστημονικής εξήγησης σχετικά με τη δημιουργία του Σύμπαντος και την εξέλιξη της ζωής πάνω στη Γη.
Πράγματι, η αποδοχή της ιδέας μιας μη τελεολογικής ζωικής εξέλιξης αποτελούσε έννοια ταμπού, αφού αμφισβητούσε και κατέρριπτε επιστημονικά τις θεμελιακές αρχές της δυτικής θεολογίας.
Ωστόσο, με αυτήν την ιστορική παρέμβασή του, ο 266ος Πάπας της Καθολικής Εκκλησίας, κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, υποδεικνύει σαφώς πως όχι μόνον είναι μάταιο αλλά και εξαιρετικά επιβλαβές για τη χριστιανική θρησκεία το να αμφισβητεί τις κατακτήσεις της σύγχρονης επιστήμης.
Πολύ πιο επωφελές θα ήταν να καταφέρει, επανερμηνεύοντας κατάλληλα το νόημα των επιστημονικών θεωριών, να τις ενσωματώσει στις βασικές θρησκευτικές της αρχές. Και αυτό ακριβώς επιχείρησε να κάνει ο Πάπας με αυτήν τη φαινομενικά ρηξικέλευθη και ανανεωτική παρέμβασή του.
Στην πραγματικότητα, ο Πάπας Φραγκίσκος Α’ δεν ήταν ο πρώτος ποντίφικας που αποδέχεται την ισχύ των δαρβινικών θεωριών.
Στις 22 Νοεμβρίου του 1951, πρώτος ο Πάπας Πίος ΙΒ’ με σχετική εγκύκλιο ανακοίνωσε σε πιστούς και ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας ότι η βιολογική εξέλιξη είναι συμβατή με τη χριστιανική πίστη. Υπό δύο όμως προϋποθέσεις: 1) ότι δεν πρέπει να θεωρείται ως μία οριστικά αποδεδειγμένη θεωρία και 2) ότι η άυλη ψυχή των ανθρώπων δεν υπήρξε ποτέ ούτε προϊόν ούτε αντικείμενο της βιολογικής εξέλιξης.
Πολύ αργότερα, στις 21 Οκτωβρίου 1996, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ σε μια ανάλογη ομιλία του στην Ποντιφική Ακαδημία των Επιστημών αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η συσσώρευση αποδείξεων υπέρ της εξέλιξης των ειδών καθιστούσε πλέον την εξελικτική θεωρία «κάτι περισσότερο από μία απλή εικασία· αλλά, αντίθετα, πρόκειται για αποδεδειγμένη φυσική διεργασία».
Με αφορμή αυτές τις τρεις εντυπωσιακές δηλώσεις θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε το ακανθώδες ερώτημα: είναι όντως εφικτή η ειρηνική συμβίωση της επιστήμης με τη θρησκεία, της θρησκευτικής πίστης με την επιστημονική έρευνα;
Και πόσο συμβατή με το δόγμα της θεϊκής Δημιουργίας και Πρόνοιας είναι η ανατρεπτική ιδέα της αέναης, χωρίς κανένα τελικό σκοπό, βιολογικής εξέλιξης;
Ο Θεός και η θρησκεία ως προϊόντα της εξέλιξης
Μολονότι είμαστε βιολογικά «εξοπλισμένοι» για να διαπιστώνουμε εγκαίρως τη λογική συνοχή των πληροφοριών που δεχόμαστε από το περιβάλλον μας, πολύ συχνά αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε μια «νοητική παρακαμπτήριο», μια «επιλογή» που εγκυμονεί ουκ ολίγους κινδύνους.Για παράδειγμα, υιοθετούμε πολύ συχνά τη στρατηγική της «κοινωνικής εμπειρίας», την οποία περιέγραψε πρώτος το 1984 ο Αμερικανός ψυχολόγος Ρόμπερτ Τσαλντίνι (Robert Cialdini).
Οποτε βρισκόμαστε σε κατάσταση γνωστικής αβεβαιότητας έχουμε την τάση να διαμορφώνουμε τις πεποιθήσεις μας με βάση αυτό που μας φαίνεται ικανό να πείσει τους περισσότερους συνανθρώπους μας.
Οσο ευρύτερα αποδεκτή φαίνεται να είναι κάποια πεποίθησή μας τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να γίνει αποδεκτή από το γνωστικό μας περιβάλλον.
Αυτή η ικανοποιητική σε πολλές περιπτώσεις στρατηγική ενδέχεται ενίοτε να μας οδηγήσει στην αποδοχή εντελώς εσφαλμένων ιδεών.
Κάτι που φαίνεται ότι το γνωρίζουν πολύ καλά από καιρό οι πνευματικές, θρησκευτικές και πολιτικές σέχτες, όταν οργανώνουν αυστηρά τη ζωή των οπαδών τους και καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να περιβάλλονται πάντα από άτομα που έχουν κοινές με αυτούς απόψεις.
Η σύγχρονη νευροεπιστήμη μόλις τώρα αρχίζει να κατανοεί τους νευροεγκεφαλικούς και ψυχολογικούς μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από αυτά τα πολύπλοκα κοινωνικά παιχνίδια. Οι άνθρωποι ακολουθούν δεκάδες θρησκείες, για να περιοριστούμε στις πιο βασικές.
Πώς όμως εξηγεί η σύγχρονη επιστήμη την καθολική και διαχρονική παρουσία του «θρησκευτικού αισθήματος», της προδιάθεσης των περισσότερων ανθρώπων σε αυτήν τη φαινομενικά «ανορθολογική» αλλά τόσο επίμονη και καθολική ψευδαίσθηση;
Μήπως πίσω από τις εμφανείς πολιτισμικές, γεωγραφικές και ιστορικές διαφοροποιήσεις των επιμέρους θρησκειών κρύβεται ένα κοινό στοιχείο που το μοιράζονται όλοι οι πιστοί; Αυτό ακριβώς υποστηρίζει η Νευροθεολογία και αυτόν τον κοινό θρησκευτικό παρονομαστή αναζητά.
Σε ό,τι αφορά, όμως, την εξήγηση αυτού του κοινού θρησκευτικού αισθήματος, δηλαδή της «αυθόρμητης» προδιάθεσης για πίστη σε υπερφυσικά όντα, οι απόψεις των ειδικών διίστανται.
Μια σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι η βιολογική εξέλιξη, μέσω της φυσικής επιλογής, ενίσχυσε την προδιάθεσή μας για θρησκευτική πίστη επειδή αυτή προωθούσε την υπακοή στους καινοφανείς και «αφύσικους» κανόνες της ανθρώπινης κοινωνικότητας.
Για παράδειγμα, ο επιφανής κοινωνικός βιολόγος Ντέιβιντ Σλόαν Γουίλσον (David Sloan Wilson) υποστηρίζει ότι η καλλιέργεια του κοινού θρησκευτικού αισθήματος θα πρέπει να ευνοήθηκε από τη φυσική επιλογή επειδή ενίσχυσε την κοινωνική συνοχή και τη συνεργασία μεταξύ των πρωτόγονων κοινωνικά ομάδων.
Μια διαφορετική εξελικτική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η θρησκευτική προδιάθεση και η πίστη σε υπερφυσικά όντα δεν υπήρξαν ποτέ αντικείμενο της φυσικής επιλογής.
Αντίθετα, αποτελούν απλώς τα «υποπροϊόντα» των νοητικών και γνωστικών λειτουργιών του πολύπλοκου εγκεφάλου μας, τα οποία διαμορφώθηκαν από την εξέλιξη, κατά το μακρινό παρελθόν, για να επιτελούν εντελώς διαφορετικές λειτουργίες.
Μήπως τελικά, παρά τους ευσεβείς πόθους ή τις επίμονες ψευδαισθήσεις μας, αυτή η προδιάθεση μας για το υπερβατικό που εκφράζεται ως βαθιά θρησκευτική πίστη σε θεούς και δαίμονες δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από ένα εξελικτικό ατύχημα;
http://www.efsyn.gr/arthro/o-neos-epistimonikos-dimioyrgismos-0
ενδιαφέρον άρθρο...
ΑπάντησηΔιαγραφή