Πώς οι λέξεις που διαθέτουμε για την κατονομασία των χρωμάτων επηρεάζουν τις χρωματικές μας αντιλήψεις;
Το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλε θεωρούνται τα πρωτογενή ή βασικά χρώματα επειδή δεν δημιουργούνται με την ανάμειξη άλλων χρωμάτων, αλλά, αντίθετα, από τον συνδυασμό τους προκύπτουν όλα τα άλλα χρώματα. Από την ανάμειξη δύο από τα τρία βασικά χρώματα προκύπτουν τα δευτερογενή χρώματα: το πορτοκαλί (κόκκινο + κίτρινο), το βιολετί (μπλε + κόκκινο) και το πράσινο (κίτρινο + μπλε).
Οσο για τις αναρίθμητες αποχρώσεις τους, δηλαδή τα τριτογενή χρώματα, αυτά προκύπτουν είτε από την ανάμειξη (σε διαφορετικές αναλογίες) πρωτογενών και δευτερογενών χρωμάτων είτε όταν αναμειγνύονται δύο δευτερεύοντα χρώματα.
Πάντως, κάθε χρώμα που βλέπουμε έχει τρία οπτικά χαρακτηριστικά: την ιδιαίτερη απόχρωση, την καθαρότητα ή φωτεινότητα και την ένταση. Χαρακτηριστικά που γίνονται ορατά στους πολύ γνωστούς τροχούς των χρωμάτων, αλλά και στο ουράνιο τόξο, όπου το καθένα χρώμα διακρίνεται σαφώς από το διπλανό του. Αυτή η πολύ οικεία εικόνα των διαδοχικών και σαφώς οριοθετημένων σειρών από διαφορετικά χρώματα αμφισβητείται από κάποιες μελέτες που διερευνούν την αδιαφανή σχέση των λέξεων που διαθέτουμε για ορισμένα χρώματα με την οπτική μας αντίληψη των συγκεκριμένων χρωμάτων.
Η γλωσσικά αδιαφανής ζωή των χρωμάτων
Ισως να ακούγεται προκλητικό, όμως κάποιες νευροανθρωπολογικές και γλωσσολογικές έρευνες υποστηρίζουν όντως ότι το διαθέσιμο -σε έναν πολιτισμό και μια εποχή- γλωσσικό χρωματολόγιο όχι απλώς επηρεάζει, αλλά διαμορφώνει αποφασιστικά το ποια ή το πόσα χρώματα βλέπουν οι άνθρωποι! Βέβαια, όπως θα δούμε, δεν συμφωνούν όλοι οι ειδήμονες σε αυτό το νέο επιστημονικό πεδίο έρευνας με τέτοιες ακραίες σχετικιστικές απόψεις, που είτε υποβαθμίζουν εσκεμμένα είτε αγνοούν κατάφωρα τη βιο-νευρολογική λειτουργία των χρωμάτων.
Με εξαίρεση τις σοβαρές γενετικές ανωμαλίες-παθήσεις, όλοι οι άνθρωποι είναι βιολογικά όμοιοι, δηλαδή έχουν κοινά γενετικά και φυσιολογικά γνωρίσματα, που τους διαφοροποιούν από τα άλλα ζωικά είδη. Συγκρίνοντας λεπτομερώς το γονιδίωμα ενός Ελβετού και ενός Αφρικανού, θα ήταν αδύνατον να διαπιστώσουμε τη γεωγραφική τους προέλευση και ακόμη λιγότερο τις πολιτισμικές-συμπεριφορικές διαφορές τους.
Και γι’ αυτό πιστεύουμε ότι κάθε ανθρώπινος οργανισμός, απ’ όπου κι αν κατάγεται, πρέπει να λειτουργεί περίπου με τον ίδιο τρόπο. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένουμε ότι οι βασικές φυσιολογικές λειτουργίες των ανθρώπων, όπως π.χ. η όραση, ενδέχεται να διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή, το πολιτισμικό περιβάλλον ή τη μητρική γλώσσα όπου μεγαλώνουν. Εν τούτοις, αυτό ακριβώς φαίνεται πως ισχύει, τουλάχιστον όσον αφορά την όραση των χρωμάτων. Σύμφωνα με αρκετές ανθρωπολογικές και πολύχρονες γλωσσολογικές έρευνες, τα ονόματα που δίνουν οι άνθρωποι στα χρώματα μπορούν να επηρεάζουν αποφασιστικά και, τελικά, να αλλάζουν τον τρόπο που τα βλέπουν.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της «WCS» (World Color Survey), το πλουσιότερο διεθνές γλωσσικό αρχείο και πρόγραμμα έρευνας των ομιλούμενων ανθρώπινων γλωσσών, η αγγλική γλώσσα, περιέχει 11 κύρια χρώματα (τα 3 βασικά και 8 δευτερογενή χρώματα), ενώ σε άλλες γλώσσες -όπως τα ελληνικά, τα ιταλικά, τα τουρκικά, και τα ρωσικά- τα κύρια χρώματα είναι 12. Και το επιπλέον χρώμα είναι το γαλάζιο, που δεν αναγνωρίζεται ως κύριο χρώμα στην αγγλική.
Ωστόσο, η πιο «φτωχή» χρωματικά γλώσσα είναι αυτή της φυλής Dugum Dani, που ζει στη ορεινή Νέα Γουινέα. Η γλώσσα της έχει μόνο δύο λέξεις για την περιγραφή όλων των χρωμάτων: μία λέξη για το μαύρο και τα ψυχρά χρώματα και μία λέξη για το λευκό και τα θερμά χρώματα. Μια άλλη γλώσσα, πολύ φτωχή σε λέξεις για χρώματα είναι αυτή της φυλής Berinmo. Αυτοί οι κυνηγοί τροφοσυλλέκτες, που ζουν επίσης στη Νέα Γουινέα, έχουν μόνο 5 λέξεις για να περιγράφουν όλα τα χρώματα.
Μελετώντας τη γλώσσα των Berinmo, η ερευνητική ομάδα του πρωτοπόρου ψυχογλωσσολόγου Jules Davidoff και, κατόπιν, η ομάδα της ψυχογλωσσολόγου Debi Robertson διαπίστωσαν ότι η επιρροή της γλώσσας δεν περιορίζεται μόνο στην κατηγοριοποίηση, αλλά η γλώσσα επηρεάζει και την ίδια την αντίληψη των χρωμάτων. Και βασιζόμενοι στις επιτόπιες έρευνές τους, αυτοί οι Βρετανοί ερευνητές θα διατυπώσουν ρητά τη θεωρητική εικασία της γλωσσικής κατασκευής των χρωμάτων, που υποστηρίζει ότι τόσο ο αριθμός όσο και ο τύπος των χρωμάτων που υπάρχουν σε μια γλώσσα δεν υπόκεινται σε βιολογικούς-εγκεφαλικούς περιορισμούς, αλλά καθορίζονται αποκλειστικά από ιστορικούς-πολιτισμικούς παράγοντες!
Συνοψίζοντας τα συμπεράσματα αυτών και άλλων σχετικών ερευνών, ο Jules Davidoff θα υποστηρίξει ότι: «Οταν παρατηρούμε το ουράνιο τόξο στον ουρανό, το βλέπουμε ως χωριστές χρωματικές γραμμές, και όχι ως ένα συνεχές από βαθμιαίες χρωματικές διαβαθμίσεις. Στη φυσική πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν μόνο μήκη κύματος του φωτός που μεταβάλλονται με τρόπο συνεχή και πιστεύω ότι ο λόγος που βλέπουμε διακριτές χρωματικές γραμμές στο ουράνιο τόξο οφείλεται στα ονόματα που αποδίδουμε στα χρώματα».
Η θεωρία των Jules Davidoff και Debi Robertson για την αμιγώς γλωσσική υπόσταση και την αυθαίρετη πολιτισμική κατασκευή των χρωμάτων περιγράφεται ως μια ακραία «σχετικιστική» και «μη ρεαλιστική» προσέγγιση της φύσης των χρωμάτων. Και δικαίως, αφού η βασική παραδοχή της είναι ότι η ανθρώπινη αντίληψη των χρωμάτων δεν είναι τίποτε άλλο από μια ψευδαίσθηση, που δημιουργείται πρωτίστως από τη γλωσσική παιδεία και το πολιτισμικό πλαίσιο.
Η λεκτική και η έμφυλη χρωματική παθολογία
Σχολιάζοντας τις παραπάνω απόψεις του Jules Davidoff σχετικά με τα χρώματα του ουράνιου τόξου, ο Paul Kay, ένας από τους διαπρεπέστερους ερευνητές της ανθρώπινης κατηγοριοποίησης των χρωμάτων, δήλωσε ότι: «Δεν κατανοώ γιατί ο Davidoff καταφεύγει στο παράδειγμα του ουράνιου τόξου. Δεν βλέπουμε τις χρωματικές γραμμές του ουράνιου τόξου εξαιτίας των ονομάτων που αποδίδει η γλώσσα μας στα χρώματα και απόδειξη είναι ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το βλέπουν και τα πρόσωπα που μιλάνε εντελώς διαφορετικές γλώσσες».
Ο γλωσσολόγος Paul Kay και ο ανθρωπολόγος Brent Berlin θεωρούνται διεθνώς οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι του «σχετικισμού» των χρωμάτων και οι πλέον μαχητικοί προπαγανδιστές της «καθολικότητας» των χρωματικών ικανοτήτων. Σύμφωνα με όσους και όσες υποστηρίζουν τη θεωρία της «καθολικότητας», οι χρωματικές ικανότητες των πρωτευόντων θηλαστικών είναι γενετικά προδιαμορφωμένες. Ειδικότερα στο είδος μας, είναι μια πανανθρώπινη βιολογική ικανότητα που τη μοιράζονται και την εκδηλώνουν όλοι οι άνθρωποι από κοινού, ανεξαρτήτως καταγωγής και γλώσσας.
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκαν οι υπέρμαχοι του χρωματικού καθολικισμού, όχι μόνο από τα πολυάριθμα βιο-ανθρωπολογικά, γενετικά και νευρολογικά δεδομένα, αλλά, κυρίως, από αμιγώς γλωσσολογικά δεδομένα που, παρά τα φαινόμενα, υποδεικνύουν την κοινή και διαχρονική ικανότητα των ανθρώπων για λεκτική κατηγοριοποίηση των χρωμάτων.
Πράγματι, μια υπόρρητη αλλά θεμελιώδης παραδοχή της θεωρίας της καθολικότητας είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει μια κοινή εξελικτική καταγωγή, δηλαδή ένα «γενεαλογικό δέντρο» της ικανότητας κατηγοριοποίησης των χρωμάτων, που είναι κοινό -αλλά όχι ταυτόσημο!- σε όλες τις ανθρώπινες γλώσσες και σε όλες τις ανθρώπινες φυλές. Πρόκειται για μια όχι επαρκώς επιβεβαιωμένη επιστημονική υπόθεση, που, εν τούτοις, στηρίζεται από κάποιες πρόσφατες νευρογλωσσολογικές και βιοανθρωπολογικές έρευνες.
Για παράδειγμα, τα πειράματα που πραγματοποίησε η νευρογλωσσολόγος Anna Franklin με νήπια λίγων μηνών, τα οποία βρίσκονται στην προγλωσσική φάση της ανάπτυξής τους και άρα δεν διαθέτουν ακόμη λέξεις για τα χρώματα, έδειξαν σαφώς ότι υπάρχει ηλικιακή διαφοροποίηση στις δραστηριότητες των εγκεφαλικών ημισφαιρίων κατά την επεξεργασία των χρωμάτων: μόνο το δεξιό ημισφαίριο ενεργοποιείται στα νήπια που βρίσκονται στην προγλωσσική φάση, ενώ το αριστερό ημισφαίριο με τα κέντρα επεξεργασίας του λόγου ενεργοποιείται μόνο στα παιδιά που έχουν αναπτύξει κάποιες γλωσσικές ικανότητες.
Τόσο αυτές οι έρευνες όσο και οι συγκριτικές βιοανθρωπολογικές μελέτες σε νήπια από διαφορετικές ανθρώπινες φυλές οδηγούν σε μια πιο ήπια και ευέλικτη εκδοχή της θεωρίας της καθολικότητας των χρωμάτων στο ανθρώπινο είδος. Μολονότι οι εγκεφαλικές διεργασίες κατηγοριοποίησης των χρωμάτων είναι κοινές και πανανθρώπινες, αυτές οι διεργασίες μπορούν κάλλιστα να επηρεαστούν σημαντικά και από το γλωσσικό-πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκδηλώνονται. Το βέβαιο είναι ότι, ύστερα από κάποια ηλικία, τα κέντρα του λόγου στο αριστερό ημισφαίριο (π.χ. η περιοχή Μπροκά) εμπλέκονται και επηρεάζουν ώς έναν βαθμό τις εγγενείς χρωματικές μας ικανότητες. Ο νευρολογικός μηχανισμός και οι εγκεφαλικές λεπτομέρειες αυτών των φαινομένων δεν είναι γνωστά.
Ομως, μια εντελώς απρόσμενη υποστήριξη στη θεωρία της εγγενούς και όχι επίκτητης καθολικότητας των χρωμάτων προέκυψε, τα τελευταία χρόνια, από την έρευνα της χρωματικής ανισότητας που υπάρχει ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Η έμφυλη ανισότητα στα χρώματα ήλθε στο φως μελετώντας περιπτώσεις μιας εκ γενετής αχρωματοψίας, γνωστής ως «δαλτονισμού». Μια συνήθης χρωματική παθολογία, όπου ο/η ασθενής αδυνατεί να διακρίνει π.χ. το κόκκινο από το πράσινο χρώμα (αχρωματοψία κόκκινου-πράσινου). Και, όπως διαπίστωσαν, οφείλεται αποκλειστικά στη μετάλλαξη ενός γονιδίου που βρίσκεται στο χρωμόσωμα Χ. Αυτό το γονίδιο καθορίζει τη σωστή δομή της χρωστικής ουσίας που υπάρχει στα αντίστοιχα τρία κωνία του αμφιβληστροειδούς χιτώνα των οφθαλμών.
Περίπου το 9% των ανδρών πάσχει από αυτή την ασθένεια, ενώ μόνον το 1% των γυναικών την εμφανίζει! Πώς εξηγείται αυτή η έμφυλη χρωματική ανισότητα; Η εξήγηση είναι απλή: Οι άνδρες έχουν μόνο ένα αντίγραφο του χρωμοσώματος Χ και άρα μόνο ένα αντίγραφο του γονιδίου που περιέχει την πληροφορία για τη χρωστική ουσία των τριών κωνίων που ανιχνεύουν τα τρία βασικά χρώματα. Αν αυτό το μοναδικό γονίδιο μεταλλαχθεί, τότε ο άνδρας θα εκδηλώσει αυτή τη μορφή αχρωματοψίας.
Οι γυναίκες, αντίθετα, διαθέτουν δύο χρωμοσώματα Χ, οπότε ακόμη κι αν το ένα από αυτά έχει μεταλλαγμένο το γονίδιο για τη χρωστική, το δεύτερο γονίδιο που υπάρχει στο δεύτερο χρωμόσωμα Χ αναπληρώνει αυτή την έλλειψη των κωνίων σε χρωστική ουσία. Πιο πρόσφατες έρευνες αυτών των φαινομένων αχρωματοψίας έδειξαν ότι ένας σημαντικός αριθμός γυναικών αντί να εμφανίζει τρία τέτοια λειτουργικά γονίδια, εμφανίζει τέσσερα, και επομένως η συγκεκριμένη μετάλλαξη προσφέρει στις γυναίκες μεγαλύτερες χρωματικές ικανότητες!
Το νησί των τυφλών στα χρώματα
Πρόκειται για ένα πανέμορφο βιβλίο σχετικά με τη συγγενή αχρωματοψία, που διερευνά εξαντλητικά και με μεγάλη ενσυναίσθηση τι σημαίνει να είσαι τυφλός στα χρώματα όταν ζεις σε μια τυφλή στα χρώματα φυλή της Μακρονησίας.
Η ενσωμάτωση του διάσημου νευρολόγου
και συγγραφέα Ολιβερ Σακς στη νησιωτική ζωή των κατοίκων των νησιών
μετατρέπει αυτή την εμπνευσμένη και υπέροχα γραμμένη επιστημονική
αναφορά σε ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό ταξίδι αποκάλυψης του ρόλου της
έγχρωμης όρασης στην ανθρώπινη φύση. Πρόκειται για μια μοναδική
συγγραφική περιπέτεια, άψογα μεταφρασμένη και επιμελημένη από τις εκδ.
Αγρα, που προτείνει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια πανέμορφη και
επιστημονικά τεκμηριωμένη περιπλάνηση στον «άχρωμο» οπτικό εγκέφαλο.
https://www.efsyn.gr/epistimi/mihanes-toy-noy/460978_i-glossiki-hromatoyrgia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το blog TEO O ΜΑΣΤΟΡΑΣ ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διάφορα ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δική σας ενημέρωση.